17.2.17

κοιτάζει απ’ το παράθυρο της φυλακής του έξω

Κοιτάζει απ’ το παράθυρο της φυλακής του έξω:
δυο περιστέρια ψάχνουνε για φαγητό τα έρμα
οι αμυγδαλιές νανούρισαν στο χώμα τα παιδιά τους
της μάνας Γης και κλέβουνε τα δυο πτηνά το σπέρμα

Τους σπόρους τούς ταΐζουνε στα νεογέννητά τους
τ’ αυγά να παρατήσουν και να φύγουν για τον ήλιο
κι αν τα φτερά του απρόσεκτου πιλότου θα καούνε
τ’ αδέλφια του θα ξέρουν να μην πάθουνε το ίδιο

Τα δόντια του θηρίου μες στο αίμα κολυμπούνε
ένα συντρόφι του θρηνεί το πένθιμο κοπάδι
το αίμα στάζει στην καρδιά του δολοφόνου μέλι
φαΐ στο πιάτο θα ‘χουν τα μικρά του για το βράδυ

Ο εμπρηστής του Φοίνικα την ευζωία του θέλει
κι ο δολοφόνος του Ίκαρου είν’ της ζωής ο φάρος 
ο Θεός άμα πεινάσει καταπίνει ένα παιδί του
κι ο πιο μεγάλος θαυμαστής της ζήσης είν’ ο Χάρος

Στα ξαφνικά θυμάται τι μικρό που ειν’ το κελί του
και Πλάτωνα πως φώναζαν τον συγκρατούμενό του
πως κάποια μέρα εκείνος του ‘πε «φεύγω, πάω να παίξω»
και πως η φυλακή του ήταν απλώς το σπήλαιό του.

-ψ.ψ.

7.2.17

το βράδυ εκείνο που με πήρε ο ύπνος πάνω στο φεγγάρι


Το παράθυρο του δωματίου μου ήθελα πάντα να ‘ναι ανοιχτό. Η μαμά με φώναζε χαϊδευτικά κλειστοφοβική και εγώ ρωτούσα δήθεν ανήξερα, και πάντα τσαχπίνικα και σκερτσόζικα, τι σημαίνει «κλειστροβοβική». Η μαμά γελούσε γλυκά, με αγκάλιαζε και με φιλούσε στο μάγουλο. Ήταν το αγαπημένο μου φιλί. Καθόταν μαζί μου μέχρι να με πάρει ο ύπνος- ή να κάνω ότι με έχει πάρει- νανουρίζοντάς με με τα τραγούδια και τα παραμύθια της. Στο χωριό την επαινούσαν για την φωνή της και την ομορφιά της. Ήμουν σίγουρη πως τα ψηλά βράχια και οι απόκρημνες σπηλιές που περικύκλωναν το χωριό μας την λάτρευαν και την προστάτευαν. Δεν ήθελαν να χάσουν αυτή τη συντροφιά, που έδιωχνε μακριά τη μοναξιά τους.

Με τη θάλασσα ήταν ερωτευμένες. Η μια, πάντα, πολύ συχνά δίπλα στην άλλη, να την ακουμπάει διστακτικά, να τη χαϊδεύει και να της σιγοτραγουδάει. Όταν η θάλασσα είχε της μαύρες της, της φώναζε και την έβρεχε νευρικά. Η μαμά πάντα όμως ήταν υπομονετική μαζί της. Απομακρυνόταν ένα – δυό βήματα απ’ αυτήν και της χαμογελούσε. Η θάλασσα πάντα, στο τέλος, γλύκαινε.

Εγώ ήμουν ερωτευμένη με το φεγγάρι. Έτσι έλεγα και διαλαλούσα στο χωριό, ότι μια μέρα θα πατήσω το πόδι μου πάνω σ’ αυτό και θα φτιάξω μια τεράστια παιδική χαρά. Η γιαγιά χασκογελούσε, χτύπαγε το χέρι της απάνω στο τραπέζι και φώναζε στη μαμά να μαζέψει την λωλοπαρμένη κόρη της. Και τα άλλα παιδιά γελάγανε, εκτός από τον Θωμά που ‘ξερα πως κι αυτός το ίδιο θέλει αλλά φοβόταν να το πει. Ακόμη και σε μένα! Και τον φώναζα δειλό τότε και αυτός έκανε πως δεν καταλαβαίνει. Σκεπτόμουν πως στο ολοστρόγγυλο φεγγάρι θα χωράει μεγαλύτερη παιδική χαρά απ’ ότι στο μισοφέγγαρο που παραπονιόμουν πως δεν θα χώραγε τίποτα. Πάντως, το λάτρευα. Και το κοιτούσα από το παράθυρο μου όταν πλάγιαζα για να με πάρει ο ύπνος.

Τα καλοκαίρια όλα ομορφαίνουν, έλεγε η μαμά, και ήταν αλήθεια. Η θάλασσα και το φεγγάρι έβαζαν τα καλά τους και μας έκαναν και τις δυο να χάνουμε τα λογικά μας. Τα βράδια του καλοκαιριού, μετά το παραμύθι και αφού είχα παίξει εκπληκτικά το ρόλο της κοιμισμένης, σηκωνόμουν για να ‘χω καλύτερη θέα, ακουμπούσα με τα χέρια στο πρεβάζι φτιάχνοντας μαξιλαράκι και το κοιτούσα. Αυτό ήταν πάντα ντροπαλό και λιγομίλητο και συχνά άλλαζε την εμφάνιση του. Πάχαινε, αδυνάτιζε, άλλαζε ρούχα και από λεπτό και τρυφερό μπλέ, γινόταν παχουλό και ροδαλό, τσαχπίνικο κόκκινο.
Η μαμά μου ‘χε πει μια μέρα ένα παραμύθι για το φεγγάρι και ένα παιδί. Το παιδί, λέει, κατάφερε να πάει στο φεγγάρι και κει συνάντησε μια κούνια από την οποία έβλεπε όλο τον κόσμο. Ζήλεψα αυτό το παιδί και ήθελα να το βρω και να το ρωτήσω τα πάντα, να μου μάθει πώς πας στο φεγγάρι. Ζήτησα ανέλπιστα από την μαμά κάποια πληροφορία και ‘κείνη μου αποκρίθηκε πως πρώτα, πριν απ’ όλα, πρέπει να βρω την θάλασσα. Μου σύστησε να την γνωρίσω και μου εκμυστηρεύτηκε πως πιστεύει ότι η θάλασσα σίγουρα θα ξέρει.

Την επόμενη μέρα την επισκέφτηκα. Κάθισα πάνω στην αμμουδιά και άρχισα να παίρνω χούφτες άμμου στα χέρια μου και να απολαμβάνω την κάθοδο των κόκκων από πάνω προς τα κάτω. Μικροί εύθραυστοι πύργοι από άμμο, ίσα που προλαβαίνανε να χαρούν τον ουρανό και την θάλασσα, αμέσως εξαφανίζονταν, και ‘γω λυπόμουν και πίστευα σε έναν ολόκληρο πολιτισμό μικροσκοπικών πλασμάτων που κατοικούσε σ’ αυτούς και που άδικα χανόταν. Τα μικροσκοπικά ανθρωπάκια αργότερα μου φαινόντουσαν πάντοτε χαρούμενα.

Μια χούφτα είχε κάτι που με τσίμπησε και έτρεξε αίμα. Βιάστηκα να το γλείψω και να απαλλαχτώ από τον πόνο αλλά μάταια. Ακούμπησα την παλάμη κάτω, να πλυθώ και κοίταξα την θάλασσα. Άρχισαν να βρέχονται τα πόδια μου. Ήταν απόγευμα, σε λίγο ο ήλιος θα έδυε και εγώ φοβόμουν την θάλασσα τη νύχτα, φοβόμουν το εκτενές μαύρο που απλωνόταν μπροστά μου και γινόταν ένα με τον ουρανό. Αυτή, προς έκπληξή μου, ήταν πολύ ήρεμη και συνέχισε να με δροσίζει. Με ακουμπούσε απαλά και το υδάτινο άγγιγμά της ήταν σαν να με προσκαλεί σε παιχνίδι. Με τράβηξε σιγά σιγά από τον ώμο προς το μέρος της.  Βρέθηκα ολόκληρη μέσα σ’ αυτήν να κολυμπάω ενώ ήταν θέμα λίγων λεπτών να βραδιάσει και να βγει το φεγγάρι. Ήλπισα στιγμιαία να ‘ρθει κι αυτό να παίξει μαζί μας, χωρίς όμως να λογαριάσω το πόσο ντροπαλό είναι, έτσι υπέθετα. Αποκλείεται, σκέφτηκα, και απογοητεύτηκα. Η θάλασσα το κατάλαβε, με φίλησε ατσούμπαλα και με πήρε στην αγκαλιά της.  Ύστερα από λίγο είχα ήδη αποκοιμηθεί.

Όταν ξύπνησα ο ουρανός ήταν κατάμαυρος και γεμάτος αστέρια. Ήμουν ανάσκελα πάνω στην θάλασσα. Τα αστέρια ήταν πάρα πολλά και έκαναν τον ουρανό να μοιάζει ότι φοράει τα καλά του. Έψαξα με το βλέμμα μου το φεγγάρι. Ήταν εκεί. Μπλε μισοφέγγαρο. Ένιωσα ότι ήμασταν πολύ κοντά. Η θάλασσα με σήκωσε ελαφρώς με το κύμα της και πρόσεξα πως το φεγγάρι είχε σχηματίσει πάνω της κάτι διάσπαρτες, άμορφες, ασημένιες λίμνες. Έλαμπε και πίστευα πως με καλεί να το συντροφεύσω. Κολύμπησα μέχρι την πρώτη λίμνη που έπιασε το μάτι μου. Κολυμπούσα και μέσα στο νερό έβλεπα από πάνω μου τον ουρανό, τα αστέρια, σαν μικρές λαμπερές σφαίρες που με παρακινούσαν να συνεχίσω. Η θάλασσα μου ανακάτεψε τα μαλλιά και με αποχαιρέτησε. Σύντομα άκουσα κάποιο ψίθυρο. Ήταν ο άνεμος. Με έσφιξε στην αγκαλιά του. Η λίμνη πάνω στην οποία βρισκόμουν απομονώθηκε από την υπόλοιπη θάλασσα και άρχισε να αιωρείται πάνω από την επιφάνεια της. Ο άνεμος με βαστούσε  και ξεκίνησα να ανεβαίνω προς το φεγγάρι. Όποτε έχανα ελαφρώς την ισορροπία μου, αυτός με έσφιγγε όλο και πιο σφιχτά καθησυχάζοντας με με το όμορφο τραγούδι του. Τραγουδούσε υπέροχα. Κάποιες σιγανές και διστακτικές φωνές συμμετείχαν κι αυτές. Όσο ανεβαίναμε γινόντουσαν όλο και πιο δυνατές. Ήταν τα αστέρια στον ουρανό. Τα αστέρια από κοντά έμοιαζαν με λαμπερά πουλιά και κελαηδούσαν τόσο όμορφα. Με πλησίασαν και με το ράμφος τους πολλά μαζί με πήραν από την αγκαλιά του ανέμου, που με παραχώρησε με τυφλή εμπιστοσύνη σ’ αυτά.

Η Γη φαινόταν μικρή και τα αστέρια όσο πλησιάζαμε το φεγγάρι χαμήλωναν την ένταση του τραγουδιού τους. Ένα απ’ αυτά, μάλλον το πιο ανυπόμονο με άφησε από το ράμφος του και ξεκίνησε να τραγουδάει μόνο του στο φεγγάρι για τον ερχομό μου. Τα άλλα γέλασαν και ένα το φώναξε να επιστρέψει. Επέστρεψε αμέσως, ενώ εγώ έβλεπα ξεκάθαρα πλέον το φεγγάρι από κοντά. Ήταν θέμα λίγων λεπτών να έρθουμε κοντά.

Τα αστέρια με αφήσανε μόλις φτάσαμε δίπλα του και πέταξαν προς το διάστημα. Κοιταχτήκαμε. Ήταν γλυκό και αμήχανο. Του χαμογέλασα. Του ‘πιασα το χέρι και το έσφιξα στο δικό μου. Φάνηκε να νιώθει αμέσως πιο άνετα. Μου χαμογέλασε αρχικά ντροπαλά και μετά πλατιά και άγαρμπα. Μου ‘δειξε με το χέρι του ευθεία. Δεν πρόσεξα κάτι. Συνέχισε να μου δείχνει πιο πεισματικά αυτήν την φορά. Συγκέντρωσα το βλέμμα μου και πρόσεξα μια ξύλινη κούνια πάνω στην επιφάνεια του, στο πάνω άκρο του μισοφέγγαρου. Περπάτησα μέχρι εκεί και την περιεργάστηκα. Είχε θέση για ένα μόνο άτομο και φαινόταν άφθαρτη. Είχε σκαλισμένα στο πάνω μέρος της αστέρια, ενώ τα πόδια της ήταν διακοσμημένα με ανάγλυφα κύματα. Ανέβηκα πάνω της. Από ‘κει έβλεπα όλον το κόσμο. Τα αστέρια πετούσαν και κάποια απ’ αυτά -τα ομορφότερα, με τις μακριές ουρές- πέφτανε στο κενό σχηματίζοντας γαλάζιες και φλόγινες γραμμές στο μαύρο διάστημα. Μια μελωδία έφτασε στα αυτιά μου. Το φεγγάρι σιγοτραγουδούσε. Με έσπρωξε απαλά στην πλάτη και ξεκίνησα να ταλαντεύομαι. Το σύμπαν, όλο, ήταν μπροστά μου.

Σαν έρθουν κάποτε καιροί, των κλεψυδρών κουρσάροι
ανήλιαγα απογεύματα, νύχτες χωρίς φεγγάρι

Ένα θυμήσου μοναχά, στις γκρίζες καταιγίδες:
τούτες στη χούφτα να κρατείς γερά τις αλκυονίδες

Και στην κουρτίνα τύλιξε, για το κακό χαλάζι
τ’ αέρι του απόβραδου, τ’ ασήμι στο περβάζι

Και πλάι στην αυλόπορτα, έχε καλά θαμμένο
το καλοκαίρι το παλιό, τ’ ονειροκεντημένο

Θυμήσου επάνω στο νερό, ψιθύρων μονοπάτια
από μετάξι περσικό ασημοσκαλοπάτια

λουσμένα μ’ αστερόσκονη, τα νεροκορφοβούνια
απόμερη στη ράχη μου, μια σκουριασμένη κούνια

του αγεριού του νοτικού, τη δροσερή του χτένα
τη συντροφιά που σου ‘κανα και έκανες σε μένα.

Κατέβα τώρα τα σκαλιά, αστεροκαβαλάρη
και κρύφ’ τα πάλι αθόρυβα κάτω απ’ το μαξιλάρι

Κι ένα στερνό πριν κατεβείς: τον κόσμο τον γαλάζιο
χάντρα στον δίνω, φυλαχτό, και στο λαιμό στον βάζω

τις χειμωνιάτικες βραδιές, να ‘χεις να ψηλαφίζεις
τις εποχές που σου άνηκε και πια δεν τον ορίζεις.


-Αγγέλας & Ψηλέας Ψογκ