31.3.16

"Ψεύτικος Ντουνιάς": Making of και σχόλια




Μερικές πληροφορίες και σκέψεις σχετικά με την πρώτη έκδοση του σλίτζι, τον «Ψεύτικο Ντουνιά».

Η ιδέα για το βιβλίο μου ήρθε ένα βράδυ τέλη Απριλίου. Αρχικά, χωρίς να το έχω συζητήσει με τους άλλους, μάζεψα κείμενά μου από παλιά, τα θυμήθηκα και σκέφτηκα ποια έχουν «ελπίδες» να μπουν σε βιβλίο. Μέχρι τον Ιούνιο είχα καταλήξει περίπου στο ποια ήθελα και είχα αρχίσει να τα διορθώνω, ενώ είχε αποφασιστεί το ότι όντως θα το κάνουμε.

Μες τον Αύγουστο, οι «λεπτομέρειες» της έκδοσης προχώρησαν αρκετά . Έγινε η 1η φάση της γλωσσικής επιμέλειας των κειμένων από τη Στέλλα, φτιάξαμε το promo video, άρχισε να διαμορφώνεται το εξώφυλλο και το αρχείο word του βιβλίου, όπως και η τελική σειρά των κειμένων.

Μέχρι το Νοέμβριο που άρχισε η εκτύπωση του «Ψεύτικου Ντουνιά» είχε τελειώσει το εξώφυλλο, είχε γίνει η 2η γλωσσική επιμέλεια (η οποία είναι σε μεγάλο βαθμό «επαγγελματική», δεν αφορά μόνο τυπογραφικά ή ορθογραφικά λάθη, είναι μία «κανονική» γλωσσική επιμέλεια) και είχε βρεθεί  και το τυπογραφείο.

Όλα αυτά βέβαια με πολλή δουλειά και χρόνο, αλλά έτσι είχαμε διαλέξει.


Η επιλογή να κυκλοφορήσει με αυτό τον τρόπο το βιβλίο ήταν σαφώς συνειδητή. Υπάρχουν πολύ χειρότερα βιβλία που εκδίδονται από εκδοτικούς οίκους, οπότε αν θέλαμε κάποιος θα μας έπαιρνε και εμάς. Οι λόγοι που προσωπικά προτιμήσα αυτού του είδους την κυκλοφορία είναι κυρίως γιατί το να πάμε σε κάποιον εκδοτικό οίκο «δεν μου κολλούσε». Μου ήταν αρκετά περίεργο να δώσω τα κείμενά μου σε κάποιον ο οποίος θα τα διαβάσει για να τα κρίνει (σε μεγάλο βαθμό για την «εμπορικότητά» τους μάλιστα) και μετά θα τα δώσει σε κάποιους άλλους οι οποίοι σχεδόν δεν θα τα κοιτάξουν καν και απλά θα κάνουν την τυπική γλωσσική επιμέλεια και θα φτιάξουν το προς εκτύπωση αρχείο. Επίσης, δεν γινόταν να μη συμμετέχω ενεργά στη δημιουργία του εξωφύλλου, μιας και είναι η «εικόνα» του βιβλίου. Βασικά, δεν γινόταν να υπήρχε έστω και ένα πράγμα στο οποίο να μη συμμετέχω ενεργά, γιατί ένιωθα πως θα χάλαγε η συνεκτικότητα του όλου πράγματος και θα ήταν πολύ μακριά από το να αποτελεί μία ολοκληρωμένη καλλιτεχνική δημιουργία. Τέλος, επειδή τα πάντα ετεροκαθορίζονται, για να δεχτώ την έκδοση από κάποιον εκδοτικό οίκο θα έπρεπε να μην έχω ούτε ένα «παράπονο» από αυτόν, οπότε ήταν κι αυτό δύσκολο. 

Έπρεπε βέβαια να υπάρχει και κάποιος τρόπος να το δίνουμε, γιατί θα ήταν χαζό να μην το διαβάσει κανείς. Αρχικά λοιπόν το βιβλίο δίνεται χέρι με χέρι και όταν βρούμε μαγαζιά τα οποία να θέλουν και να θέλουμε να το διαθέτουν, πιθανά θα γίνει, αλλά προς το παρόν δεν είναι πρώτη προτεραιότητα. Με τον καιρό, θα πουλιέται και στο δρόμο και επίσης κατά καιρούς το αφήνουμε και σε μαγαζιά-χώρους που συμπαθούμε και έχουν βιβλιοθήκες. Παρ’ όλ’ αυτά, εσείς που το έχετε διαβάσει, αν σας άρεσε, θα ήταν πολύ καλό να μην το κρύψετε από τους φίλους σας και αν το θέλουν σίγουρα θα βρεθεί τρόπος να το πάρουν και ‘κείνοι.

Το σλίτζι λοιπόν προσπαθεί να στηρίζεται όσο περισσότερο μπορεί στον εαυτό του και «τους γύρω του» και να αποφεύγει τα σάπια πράγματα που μας έχουν περικυκλώσει, χωρίς βέβαια να γίνει υπερβολικά αντικοινωνικό και σνομπ.

Η διάδοση του «Ψεύτικου Ντουνιά» και η ανάγνωσή του από πολύ κόσμο δεν είναι όμως αυτοσκοπός. Ο βασικός σκοπός έχει επιτευχθεί. Το βιβλίο υπάρχει και θα υπάρχει, είναι κατά τη γνώμη μας ωραίο και όπως το ήθελα/θέλαμε. Φτιάχτηκε, είναι πια «πράγμα» και αυτό δεν αλλάζει. Η διαδικασία της «από μόνοι μας» έκδοσης πέτυχε και ούτε αυτό αλλάζει.


*Περισσότερα για το βιβλίο εδώ.
  Παραγγελίες: slitzi.info@gmail.com

-C.Lupus

18.3.16

κατσικάνθρωποι


Δεν είμαι άνθρωπος. Μονάχα βιολογικά αποδέχομαι αυτόν τον χαρακτηρισμό. Ανθρώπους λέμε και αυτούς που παίρνουν το κατσικάκι απ’ τη μάνα του, το βάζουν σε κλουβί όσο το μέγεθός του, του χαράσουν με πυρωμένο σίδερο τον αριθμό του, του κόβουν τα κέρατα, του κόβουν την ουρά, του δίνουν χημικά και φάρμακα για να μεγαλώσει υπερβολικά, του βάζουν «αρμεχτήρες» για να τραβάν απευθείας όσο γάλα παράγει, μόλις μεγαλώσει αρκετά του ανοίγουν μια τρύπα στην κοιλιά, όσο αιμορραγεί του βγάζουν τα έντερα και τα εντόσθια, το ανοίγουν στα δύο και του τραβάνε το δέρμα ενώ ακόμη δεν έχει πεθάνει, ξεπλπένουν με ένα λάστιχο που έχει μεγάλη πίεση τα αίματα γύρω-γύρω και συνεχίζουν την διαδικασία. Μετά περνάνε στο επόμενο κατσίκι. Έξι κατσίκια την ώρα, σαρανταοκτώ κατσίκια την ημέρα, χίλια κατσίκια τον μήνα. Αν δεν πετύχουν αυτό τον στόχο, απολύονται. Υπάρχουν άλλωστε πάρα πολλοί ενδιαφερόμενοι να τους αντικαταστήσουν, πρόθυμοι να εργαστούν με μεγαλύτερο πάθος, όρεξη και αποτελεσματικότητα.

Προφανώς, ούτε αποδέχομαι ούτε και ανέχομαι να με χαρακτηρίζουν με το όνομα που χαρακτηρίζουν τα όντα που εκτελούν αυτές τις διαδικασίες. Χίλιες φορές προτιμώ την κατσίκα. Η κατσίκα ποτέ δεν πρόκειται να έφτανε σε τέτοιο σημείο. Αν η εξυπνάδα των ανθρώπων τους βοηθά να εφευρίσκουν τρόπους ακραίας και «απάνθρωπης» (ή καλύτερα «ανθρώπινης» -ποιο άλλο ζώο θα τα έκανε αυτά;) εκμετάλλευσης των υπόλοιπων συγκατοίκων τους στη Γη, να την χέσω. Εξάλλου, η «εξυπνάδα» του είδους τους είναι που έκανε αυτούς τους ανθρώπους να δουλεύουν τουλάχιστον οκτώ ώρες τη μέρα σε σφαγεία ζώων, παρά να καλλιεργούν ένα μικρό χωράφι, να φτάνει τουλάχιστον γι’ αυτούς και την οικογένειά τους. Για την επιβίωση θα τα έκαναν και τα δύο, επειδή είναι πολύ «έξυπνοι» διάλεξαν το πρώτο.

Αν λοιπόν αυτό είναι οι άνθρωποι, όχι απλά δεν είμαι άνθρωπος, αλλά είμαι και πιο έξυπνος από εκείνους!

Εντάξει θα μου πείτε βέβαια οι κατσίκες είναι λιγότερο ευφιείς από τους ανθρώπους, θα σας πω είναι όμως πιο ευτυχισμένες. Εγώ ξέρω κάτι κατσίκες στη Δονούσα που το σπίτι τους είναι ένα γιγάντιο χωράφι με την καλύτερη θέα του κόσμου, πάνε τις βόλτες τους για φαί, άμα γουστάρουν ανεβαίνουν σε κάτι εντελώς άκυρα βράχια, πηδιούνται χωρίς να το πολυζαλίζουν, γενικά περνάνε πολύ κουλ. Μην σας πω για κάτι άλλες ελεύθερες κατσίκες σε μυστικές παραλίες στην Κρήτη. Αυτές να δείτε!

Υπάρχουν βέβαια και δυστυχισμένες κατσίκες, γιατί οι άνθρωποι τις έκλεισαν σε κλουβί και νομίζουν πως οι κατσίκες γεννήθηκαν μονάχα για να τους εξυπηρετούνε. Το ίδιο και οι αγελάδες, τα πρόβατα, οι κότες, τα ψάρια και όλα τα άλλα ζωντανά πράγματα. Είναι νόστιμο το σοκολατούχο σου γάλα;

Επειδή, όπως είπαμε, πράγματι εμείς έχουμε μια καλύτερη αντίληψη των πραγμάτων από τις κατσίκες, πρέπει να τις βοηθήσουμε να σωθούν απ’ τους ανθρώπους. Από όποιο από τα ζώα κι αν προερχόμαστε βιολογικά, είναι προφανές πως πρέπει να βοηθήσουμε τα φυλακισμένα και καταδικασμένα από τη γέννα τους υπόλοιπα ζώα να ελευθερωθούν, από όποιο ζώο κι αν προέρχονται κι εκείνα. Άλλο πράγμα ο αγώνας για επιβίωση, άλλο πράγμα το να γεννιέσαι με μόνο προορισμό και μοναδική εναλλακτική το να υποφέρεις μια ζωή. Άλλο το να σε σκοτώσει ο λύκος για να σε φάει, άλλο το να περνάς όλα σου τα χρόνια σε εκτροφεία και σφαγεία, κλεισμένος όλη μέρα σε κλουβιά, χωρίς καμία επικοινωνία με άλλα ζωα και με καθημερινή σωματική υπερ-εκμετάλλευση και πόνους.

Όπως έχει πει ο M. Rowlands: Όταν κόβεις μια πίτσα, για να την κόψεις δίκαια πρέπει να ξέρεις ότι θα διαλέξεις τελευταίος κομμάτι. Όταν σχεδιάζεις έναν κόσμο, για να τον σχεδιάσεις δίκαια, πρέπει να ξέρεις ότι θα διαλέξεις τελευταίος τι από αυτά που σχεδίασες θα είσαι.

Είναι χρέος μας λοιπόν να ελευθερώσουμε κάθε είδους ζώο που είναι αντικείμενο «ανθρώπινης», χυδαίας εκμετάλευσης. Να σπρώξουμε όσο μπορούμε τα πράγματα προς έναν κόσμο που δεν θα υπάρχει αυτή η έννοια. Εκτος αν δεν έχουμε πρόβλημα να είμαστε στη θέση της δυστυχισμένης κατσίκας. Όλα τ’ άλλα είναι υποκρισία ή παράφορη κακία.

Παίρνουμε τις κατσίκες και πάμε να απελευθερώσουμε κατσίκες και ανθρώπους. Όμως επειδή προς το παρόν οι κατσίκες δεν ξέρουν ελληνικά, το λέω σε εσάς. Με εκείνες έτσι κι αλλιώς θα τα βρούμε πιο εύκολα.

-C. Lupus

10.3.16

στο γλέντι

Στο γλέντι ξεφαντώνανε
δυο νέοι μεθυσμένοι
τα ντέρτια τους τελειώνανε
κανένα δεν ξεμένει

Ο ένας μ’ ούζο και ρακή
αδιάλυτα κεφάλι
μον’ έκανε κι ο παρακεί
με βότκα πορτοκάλι

Ο πρώτος έπαιρνε τ’ αλκοόλ
έβηχε και γελούσε
κι ο άλλος μ’ αναψυκτικό
τη γεύση ξεγελούσε

Κι οι δύο μια τρελή βραδιά
ποθούσανε να ζήσουν
κι ίσως με κάποια κοπελιά
το γλέντι να τ’ αφήσουν

Ένας τους πίνει και μεθά
τ’ ανιαρό μυαλό του
όμως ποτέ του δεν ξεχνά
το άψογο τανγκό του

Ο άλλος κάπως άσκοπα
μεθάει για να μπορέσει
σ’ άγρια κίνηση άρρυθμα
ό,τ’ ένιωθε να τρέψει

Γνωρίσανε δυο κοπελιές
τους πρώτους τους θαυμάζαν
«μα τι ωραίοι χορευτές»
τους άλλους τους χλευάζαν

Οι πρώτοι φύγαν από κει
και προς το σπίτι οδεύουν
Οι άλλοι μόνοι στην ακτή
αδιάκοπα χορεύουν

Στο σπίτι εκείνος τη μικρή
σαν τρόπαιο καμαρώνει
και ρίχνει αυλαία η γιορτή
μόλις εκσπερματώνει

Κι αυτοί στην άμμο την αυγή
που ‘χε σβηστεί το βήμα
είχανε πια ερωτευτεί
τους ίδιους και το κύμα

Μαντέψτε τώρα από τους δυο
το ποιος είχε μεθύσει
με τη ρακή και ποιος χυμό
στη βότκα του είχε ρίξει

-ψ.ψ.

1.3.16

αποσύνθεση

Α ναι συγγνώμη, ξέχασα τους τρόπους μου. Αγνόησα την κοινωνικότητά μου. Παίρνω μια μπύρα και έρχομαι. Άμστελ ή Φιξ; Φιξ;! Μαλάκας είσαι ρέ; Ντάξει δε σου μιλάω μαλάκα, άμστελ ρεεεε, μόνο σου λέω. Όχι ρε μαλάααααακες, τι λέτε ρεεε Βεργίνα ρε. (Ναι, θέλω άλλο ένα τέταρτο να κάνουμε πως διαφωνούμε για το ποιο ζεστό κάτουρο είναι το πιο νόστιμο. Θέλω να κάνουμε κουβέντα. Να κάνουμε πως διαφωνούμε. Ναι δεν ζω καπιταλιστικά. Είμαι ό,τι πιο αναρχικό ξέρω. Πηγαίνω σε λάιβ και πάρτι, φοράω μαύρα, αράζω Εξάρχεια).  Κάτσε να πάρω ένα εικοσάρικο από την τράπεζα. Φωτιά στις τράπεζες. Αλλά ντάξει κάτσε να το βγάλω. Να πάρω κι άλλη μια μπύρα, κανένα ποτό, κάτι. Μαλάκα μπάτσος! Κάτσε να το παίξω ξεχού. Μαλάκα είμαι κλασμένος. ΕΙΜΑΙ ΚΛΑΣΜΕΝΟΟΟΟΣ! ΦΩΤΙΑ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΡΕ!!!! Πήρα το εικοσάρικο. Νταξει δέκα απ' αυτά θα πάνε στην ξήγα. Μαλάκα είμαι αλλού. Αλλού σου λέω.  Νομίζω πως νιώθω, νιώθω σε μια εποχή που κανείς δεν νιώθει. Γίνομαι αστείος για να γίνω αρεστός. Πίνω για να γίνω αστείος, να με κάνετε παρέα, είμαι αστείος. Κάνω πως γελάω με τα αστεία σας. Η επανάσταση μου είναι ο αντιεξουσιαστικός μου καφές, η μπύρα που παίρνω, τα ντέλια που ακούω, τα πάρτι οικονομικής ενίσχυσης σε συντρόφους και σε δομές που κάνω ότι ξέρω, οι ρακές που πίνω, το γλυκό δηλητήριο που αποσκοπεί στην κοινωνικότητά μου. Καπνίζω, γιατί δεν ξέρω τι να κάνω τα χέρια μου. Σήμερα δεν έχω τσέπες, τα κουνάω πέρα δώθε, αισθάνομαι γελοίος, τα χέρια μου χορεύουν και δεν ξέρω τι να τα κάνω. Ανάβω ένα τσιγάρο να απασχολώ το ένα μου χέρι. Χρόνος για την κατάληψη δεν υπάρχει. Χθες ξενύχτησα. Οι φασίστες με κυνηγούν, με θεωρούν επικίνδυνο. Και όταν πάω να νιώσω φόβο και απέχθεια για τον εαυτό μου, για το κενό που νιώθω, φροντίζω να το θάψω όσο πιο βαθιά γίνεται με μια ρουφηξιά αμμωνιοζόλ και ποδαρίλας, με μια γουλιά κόκκινου κρασιού, με λίγο ξυδάκι. Μέχρις ότου να γίνω αστείος, να γίνω αρεστός, να κάνουμε παρέα, να με παίρνετε τηλέφωνο. Έκαψα ένα κάδο. Ξεκαύλωσα, δεν καταλαβαίνω το το αίσθημα ικανοποίησης που με κατακλύζει. Επιτέθηκα στον καπιταλισμό. Φώναξα συνθήματα στη συναυλία. Η αλληλεγγύη μου περισσεύει.

Μια τραυματισμένη γάτα με πλησιάζει. Είναι μαύρη. Με πλησιάζει επιθετικά. Μα περνάω καλά. Έχω γκόμενες, έχω την κοινωνική επιβεβαίωση, έχω χτίσει την εικόνα μου. Ο έρωτας που νιώθω είναι οι γκόμενες που φασώνω και πηδάω στα πάρτι. Η γάτα προχωράει και τελικά κάθεται δίπλα μου και μου ψιθυρίζει στο αυτί κάτι που δεν μπορώ να το καταλάβω. Καταλαβαίνω από τον τόνο της φωνής της ότι δεν μου λέει κάτι αστείο. Ξύπνησα. Η γάτα νιαούριζε όλο το βράδυ μέσα στο αυτί μου. Κοιμήθηκα σκατά και ξύπνησα με πονοκέφαλο. Άργησα και έχω δουλεία. Ο πονοκέφαλος ακόμη να μου περάσει. Έχω πονοκέφαλο τρία χρόνια.  Πλέον ο πονοκέφαλος μου έχει επεκταθεί σε όλο μου το σώμα. Τα άκρα μου πονάνε και το μυαλό μου καταριέται τη στιγμή που γνώρισε την μαύρη γάτα. Με ακολουθεί παντού και όταν πάω να μιλήσω μου φωνάζει επιθετικά και κλέβει ένα κομμάτι από κάποιο όργανο μου. Λατρεύει την καρδιά. Τώρα, έχει περισσέψει μόνο ένα μικρό κομμάτι από αυτήν. Το κομμάτι αυτό με κάνει να αισθάνομαι ζήλια και απογοήτευση. Και όταν την βλέπω να κατασπαράζει λαίμαργα την καρδιά μου, το συκώτι και τους πνεύμονες μου, να καθαρίζεται  από το αίμα μου, πάω να της ορμίσω, αλλά ξεχνάω πως δεν έχω πλέον φωνή και το σώμα μου είναι βαρύ. Οι φωνητικές μου χορδές είναι το πρώτο πράγμα που φρόντισε να εξαφανίσει από μέσα μου. Την ικανότητα μου να μιλάω. Χθες το βράδυ την έπιασα να κοιμάται. Είχε στο στόμα της κάποιο μισοφαγωμένο όργανό μου. Πλησίασα σιωπηλά, την έπιασα σφιχτά από το λαιμό και την έπνιξα στον ύπνο της. Έφτυσε ένα κομμάτι της καρδιάς μου, και μετά ξέρασα ό,τι είχε απομείνει από μέσα μου πάνω της και έκλαψα.

                                                                                                                                  -Αγγέλας