30.12.16

δωμάτιο 137

Μια ανθισμένη κερασιά, ένας ήλιος, λίγα σύννεφα, ένα παιδικό παιχνίδι, λίγη ξεγνοιασιά… ένα χαμόγελο, ένας ψυχρός αέρας, περισσότερα σύννεφα... ένα ζευγάρι καφέ μάτια, μια ξαφνική καταιγίδα, μια αγκαλιά να κρυφτείς, ένα σχολικό προαύλιο... μια φωνή…

- Έλα σήκω! Είναι ώρα να ξυπνήσεις!
- Δεν θέλω!
- Πρέπει να πας σχολείο!
- Μα μαμά..
- Σήκω!
- Δεν θέλω, μαμά… μα μαμά…

Μα-μα-μα-μα… η πρώτη συλλαβή της λέξης που σκέφτεται όταν φοβάται.. η συλλαβή ηχεί στα αυτιά του σαν σειρήνα ασθενοφόρου. Αχ! Μα δεν αντέχει τον ήχο του ασθενοφόρου! Μα. Μα. Μα. Μα… Αχ!

Σηκώθηκε από το κρεβάτι ζαλισμένος από το αλλόκοτο όνειρο. Κοίταξε το πρόσωπό του στους αμέτρητους καθρέπτες που υπήρχαν στους λευκούς τοίχους του δωματίου του. Τα τρύπια μάτια του είχαν αρχίσει να μικραίνουν από τα γηρατειά. Τουλάχιστον, με τόσους καθρέπτες να κατοπτρίζουν τη φιγούρα του, δεν ένιωθε τόσο μόνος. Ακόμη κι αν όλοι οι «άλλοι» που έβλεπε ήταν ο ίδιος.

Εδώ και ένα χρόνο είχε αρχίσει ξανά να ζωγραφίζει. Όχι κάτι ιδιαίτερο. Πολλές φορές το μόνο που έκανε ήταν να τραβάει ευθείες γραμμές σε έναν καμβά. Άλλες φορές όμως ο καμβάς χανόταν μέσα στην παλέτα των χρωμάτων, με λίγες σταγόνες μαύρου χρώματος να κάνουν, σε ορισμένα σημεία, την εμφάνισή τους. Ούτε εκείνος δεν μπορούσε, πολλές φορές, να διακρίνει τι ακριβώς αναπαριστούσαν οι εικόνες του. Κάθε φορά που ζωγράφιζε κάτι τέτοιο, από τον ενθουσιασμό χτυπούσε το συναγερμό έκτακτης ανάγκης για να έρθει η νοσοκόμα! Όμως έπειτα απογοητευόταν, όταν η νοσοκόμα τον κοίταζε απορημένη με τα δικά της τρύπια μάτια λέγοντάς του ότι ο καμβάς παρέμενε λευκός. Αυτός ήταν και ο λόγος που βρισκόταν στην κλινική. Κανείς ποτέ του δεν είχε μπορέσει να δει τις ζωγραφιές του. Όλοι θεωρούσαν ότι ήταν τρελός.

Εκείνη τη μέρα, οι γραμμές του δεν ήταν ευθείες αλλά με σκαμπανεβάσματα. Ήθελε να δείξει σε όλους ότι υπήρχε ζωή ακόμα μέσα του, πως δεν ήταν νεκρός. Ήθελε να δείξει τον κόσμο του μυαλού του, να αφηγηθεί τη ζωή του μέσα από τις ζωγραφιές του, να μπορέσουν να δουν τις μαύρες κηλίδες των ονείρων του. Μετά από «ώρες», χτύπησε ξανά το συναγερμό. Η νοσοκόμα, αγανακτισμένη πλέον, κοίταξε τον πίνακα και όπως πάντα δεν διέκρινε τίποτα. Έφυγε χωρίς να μιλήσει. Του φάνηκε πολύ περίεργο που μπορούσε να δακρύσει ενώ τα μάτια του ήταν κενά. Είχε χρόνια να κλάψει.

Το επόμενο πρωί, ενώ ήταν προσηλωμένος στις τεθλασμένες πλέον γραμμές του, μπήκε η νοσοκόμα μαζί με μια άλλη γυναίκα. Ζήλεψε που τα τρύπια μάτια της ξένης γυναίκας δεν είχαν κλείσει τόσο από τις ρυτίδες όσο σε εκείνον. «Έχεις επισκέψεις» του είπε η νοσοκόμα και έκλεισε την πόρτα πίσω της, καθώς βγήκε έξω.

Η ξένη γυναίκα κάθισε δίπλα του και του κράτησε το χέρι. Καθώς εκείνη κοίταζε τη ζωγραφιά, το ζευγάρι καφέ μάτια που είχε ονειρευτεί πήρε τη θέση στις τρύπες των ματιών της. Η γυναίκα τον κοίταξε στα «μάτια» και εκείνη τη στιγμή καθρεπτίστηκε ένα άλλο ζευγάρι οφθαλμών μέσα στα δικά της. Είχε αποκτήσει πλέον και εκείνος τα δικά του. Και μπόρεσε έτσι να δει τη δική της κερασιά, τον δικό της ήλιο, τα δικά της σύννεφα.

-Jasminum sambac

22.12.16

ΟΡΕΙΝΟΣ


Ο αέρας έξω είναι πάντα παγωμένος, σιγά-σιγά συνηθίζω τα χοντρά ρούχα και το τζάκι. Οι νύχτες εδώ ανήκουνε στους λύκους και εγώ κλείνομαι σπίτι και απλά τους ακούω. Τα πρωινά πάω στις μέλισσες, κόβω ξύλα και τσάι, χτίζω το αποθηκάκι της αυλής. Ένα βαρέλι κόκκινο κρασί και αλμυρό τυρί θα υπάρχουν πάντα στο σπίτι. Μέχρι Απρίλη κρατάνε τα χιόνια κι ακόμα και το καλοκαίρι θες μπουφάν. Εγώ προσπαθώ να μην φοράω· οι βοσκοί κοιμούνται με το κοντομάνικο και με μια κουβέρτα στην παράγκα. Ευρυτανία, εδώ που δεν πατήσανε ούτε Τούρκοι, ούτε Γερμανοί, ούτε χουντικοί· τα ανταρτοχώρια, σκληρά κι ελεύθερα. Οι ανάσες είναι πάντα παγωμένες, τα βουνά ψηλά και απότομα, το έδαφος άγονο, πέτρινο. Εδώ πάνω δεν υπάρχουν ούτε πολιτικοί, ούτε νόμοι, ούτε ιδεολογίες. Υπάρχουν άνθρωποι που παλεύουν να τα καταφέρουνε. Κι όσο χρόνο τους απομένει, τον έχουν για να κοιτάνε τις πλαγιές, μήπως έρχεται κανείς, φίλος ή εχθρός. Όμως δεν έρχεται ποτέ κανείς. Για παρέα εδώ θα 'χεις τις καταιγίδες, το χώμα και ίσως κάποιο άγριο σκυλί. Αλλάζουν οι καιροί. Και 'γω, που κάποτε κολύμπαγα βαθιά μέσα στα πέλαγα, σκαρφάλωσα εδώ πάνω, να φυλάξω τις τελευταίες μας γωνιές.

-C. Lupus

13.12.16

το καλοκαίρι του σκουληκιού

Κι όταν έρχεται καλοκαίρι, με τις πολλές ζέστες, το σκουλήκι κουλουριάζεται αναπαυτικά σε μια σκιά των σωθικών μου και το ρίχνει στον ύπνο.

Μα με ξέρει καλά.

Ξέρει

πως δε θα προδώσω το σχέδιό του.

Και με αφήνει γελαστό μέσα στις γελαστές παρέες μου

μέχρι να γίνω εγώ το παράσιτο που ροκανίζει αυτό το συλλογικό σώμα από μέσα.

-ψ.ψ.

29.11.16

Νεφέλη


Η μικρή Νεφέλη δε μίλαγε συχνά. Της άρεσε η lita και έλεγε πως της μοιάζω. Ήταν ενθουσιώδης και όλοι την ήξεραν έτσι. Αυτή και η λεμονιά ερχόντουσαν στα odeon. Μου έπαιρνε τα φίλτρα και έκανε πως καπνίζει, κι ύστερα γελούσαμε. Και γελούσε δυνατά η Νεφέλη. Και είχε πλάκα. Σαν γνώρισε τον έρωτα, έγινε πολύ χαρούμενη. Θυμάμαι είχαμε μια κούνια και κάπου σκαστές καθόμασταν και λέγαμε. Μιλάγαμε εννοώ! Και μίλαγα εγώ και μίλαγε κι αυτή και όσο μιλάγαμε πληγωθήκαμε και οι δυο. Η κούνια έγινε καφετέρια και η καφετέρια παγκάκι με μπύρες, αλλά η Νεφέλη και 'γω συνεχίζαμε να μιλάμε και να λέμε πράγματα ασταμάτητα. Και πίστευα πως μοιάζαμε κι ίσως δε μοιάζαμε καθόλου, αλλά δεν είχε σημασία. Για καμιά μας δεν είχε σημασία. Και έμοιαζε με έρωτα, με δαχτυλίδια χίλια, και 'γώ έμοιαζα με τη μάνα της πολλές φορές στη γκρίνια. Κι ό,τι κι αν γίνει στη ζωή, δικιά μου ή δικιά της, ενωθήκαμε που λες στα μέσα και στα έξω. Και την είδα με κάθε λογής πτυχή και γνώρισα έναν άνθρωπο λες και ήμουνα αυτή.


20.11.16

παιδικό παραμύθι

Όταν ήταν 9 χρονών, ο Άλκης γνώρισε τη Μαίρη. Η Μαίρη ήταν έναν χρόνο πιο μικρή του, λεπτή με καστανά μαλλιά. Έκαναν πολύ παρέα. Μετά από λίγο καιρό όμως, η Μαίρη μετακόμισε μακριά. Ευτυχώς, οι γονεις τους είχαν γίνει φίλοι και κανόνιζαν να βρίσκονται όλοι μαζί κάθε τελευταίο Σαββατοκύριακο του μήνα. Ο Άλκης έβλεπε τη Μαίρη μόνο αυτές τις δύο μέρες. Όμως όλες τις υπόλοιπες μέρες τη σκεφτότανε και τη σκεφτότανε και όλο τη σκεφτότανε. Όταν τη συναντούσε ήταν πανηγύρι. Περνούσε τέλεια. Μάλιστα, κοιμόντουσαν και μαζί, στο ίδιο κρεβάτι. Ο Άλκης αγαπούσε πολύ τη Μαίρη, αλλά αυτή τον είχε πιο πολύ σα φίλο.


Ο Άλκης δεν έκανε τίποτα τις υπόλοιπες μέρες του μήνα, παρά μόνο σκεφτόταν τη Μαίρη. Νοιαζόταν μόνο για το τελευταίο Σαββατοκύριακο του μήνα και όλες τις άλλες μέρες σκεφτόταν τα προηγούμενα και τα επόμενα Σαββατοκύριακα, τότε που ζούσε. Παρ’ όλο που μεγάλωσαν, η Μαίρη και ο Άλκης συνέχισαν να βρίσκονται κάθε τελευταίο Σαββατοκύριακο, ακόμα κι όταν έγιναν παππούδες. Μέχρι που ένα Σάββατο, ξημέρωμα Κυριακής, έγινε ένας τεράστιος σεισμός και το σπίτι τους γκρεμίστηκε και ο Άλκης με τη Μαίρη πέθαναν. Η Μαίρη ήταν 77 χρονών και ο Άλκης 14.

-C. Lupus

28.10.16

αμφιλύκη

Mε δυο τρένα δυο αγόρια
δυο κορίτσια με βαπόρια
φτάνουνε τέλη του μήνα
και θα σμίξουν στην Αθήνα.

Δυο οι αγκαλιές των φίλων
τα χαμόγελα ως τ’ αυτιά τους
δυο φιλιά των ερωτύλων
κι οι χειμώνες μακριά τους.

Tα χαμόγελα ως τ’ αυτιά τους
οι χειμώνες μακριά τους
χαραυγή, στο μάτι τσίμπλα
και οι άνθρωποί τους δίπλα.

Μήνες τρεις κοντά περάσαν
κι ούτε καταλάβαν πότε.
Τα ματόκλαδα σκουριάσαν,
πρώτο δείλι από τότε.

Τι να πρόλαβαν να ζήσουν;
-πώς μετριέται η ζωή σου;-
Μια ζωή στου Φιλοπάππου
έρημη ταράτσα κάπου

μια καρέκλα σ’ έναν κέδρο
Αμοργού ρακή ψημένη
άλλη μια ζωή στον Κέδρο
και μισή στην Αμιένη

Τέσσερις ζωές στην Κρήτη
μια ταινία σ’ ένα σπίτι
το Σαλό ή το Λα Νότε;
Πρώτο δείλι από τότε.

Σε στρατώνες με τη Μπέλλου
με το Νίκο στο καΐκι
μυστικό του οινομέλου:
η ζωή μιαν αμφιλύκη.

Μήνες τρεις κοντά περάσαν
πρώτο σούρουπο από τότε.
Τα ματόκλαδα σκουριάσαν,
πότε βράδιασε, για πότε;

Απαρχές του μαύρου μήνα
φεύγουν τώρα απ’ την Αθήνα
δυο κορίτσια με βαπόρια
με δυο τρένα δυο αγόρια. 
-ψ.ψ.

19.10.16

ράμδα, λο


 Το δέρμα μου είναι απαλό και λείο. Δερματική τελειότητα. Απουσία τραχύτητας. Αποπνέει ηρεμία. Φυσικό. Λευκό.  Μισώ τις ενυδατικές κρεμούλες, αυτές είναι μόνο για το κουτάλι μου. Εξαιρετικό βραδινό, κυρίες μου. Με προσοχή, όμως, δεν θέλουμε φούσκωμα. Το βαριέμαι εύκολα το δέρμα μου. Παίρνω ένα ξυράφι κι αρχίζω να το ξύνω. Ξεκινάω από κάτω προς τα πάνω. Ανάποδα. Πιάνω το πόδι μου με το ένα χέρι σφιχτά και με το άλλο το ξυράφι μου.  Η λεπίδα να διεισδύει και να το ξεριζώνει. Τρίμματα δέρματος να πέφτουν στο πάτωμα. Μικροί και εύθραυστοι δερμάτινοι πύργοι. Σομόν απόχρωσης με λίγο κόκκινο. Λατρεύω το κόκκινο σε οτιδήποτε. Γίνεται να μην έχουν οι πύργοι μου; Κάθε μέλος του σώματος αντιστοιχεί και σε μια δερμάτινη, νωπή από το αίμα πυραμίδα. Τις τοποθετώ σε όμορφα γυάλινα βάζα με ετικέτες, για να τις ξεχωρίζω, και τις κρεμάω στο ταβάνι. Θέλω το στόμα μου ελεύθερο, όπως το μυαλό μου. Θέλω οι πύργοι μου να είναι είναι αγνοί, ανέγγιχτοι, αμόλυντοι. Μόνο σομόν και κόκκινο. Δεν θέλω τα χρώματα σας. Απαγορεύεται η είσοδος. Θέλω να ακούω τις φωνές και τις σιωπές μου. Όχι, δεν χρησιμοποιώ πετσέτα για να βουλώσω το στόμα μου. Άμα θέλω να με ακούσει όλη η πολυκατοικία, με ακούει. Κοιτάω τις πληγές μου. Μα δεν είναι απαίσιες; Τι μου έκανα; Κι όχι δεν θα φορέσω αύριο μακριά ρούχα. Κοντά κι αέρινα,Κύριε. Δεν κρύβω κάτι. Δεν έχω και και κάτι να κρύψω.  Με υποτιμώ. Δεν το περίμενα, ίσως, να σπάσει το ξυραφάκι. Να βρει κόντρα στο πέρασμα της η λεπίδα μου πέτρα. Τραχιά, σκληρή και μαύρη. Αυτό έχω μέσα μου; Την περιεργάζομαι με τα μάτια μου και χάνω την όραση μου. Ώστε, έτσι, είναι να είσαι τυφλός; Αφή! Ναι, ναι. Κόπηκα. Κάτι μυτερές κορυφές μου 'κοψαν το χέρι. Το δεξί. Τι να το κάνω το αριστερό ρε; Τέλος πάντων. Παίρνω το σπαθί μου, το κρατάω με τα πόδια μου και κόβω το άλλο χέρι. «Ή ένα ή κανένα. Μαζί και στη ζωή μαζί και στο θάνατο.» Αυτά μου ψιθύρισε το αριστερό χέρι για το δεξί λίγο πριν με προτρέψει να το σκοτώσω. Τι ρομαντικό, η γάτα μου κρυφάκουγε και συγκινήθηκε. Πλημμύρα, οι πύργοι μου παρασύρονται από το αίμα μου. Το πέρας της εποχής των πυραμίδων ήρθε και το έφερα εγώ. Εγώ τις γέννησα, εγώ θα τις σκοτώσω. Αφαιρώ τη ζωή απ’ ότι γεννώ πριν αυτό να βρει τρόπο να με σκοτώσει. Δεν έχει συμβεί μέχρι τώρα, δεν το αφήνω. Γεννάω συνέχεια. Μεγάλα, χοντρά, κλαψιάρικα μωρά. Μέρα με τη μέρα γίνονται όλο και πιο λαίμαργα, βγάζουν νύχια και τρώνε λίγο από μένα. Ψάχνω να κρυφτώ. Βρήκα κάπου. Ησυχία. Γεννάω. Τώρα. Η πιο δύσκολη γέννα της ζωής μου. Δεν πήγα μέχρι το μαιευτήριο, βαριόμουνα. Πεινάει πολύ. Ξύπνησα ιδρωμένος. Γύρω μου τα παιδιά μου. Χα! Δεν ήταν όνειρο, το 'ξερα. Αρπάζω την κουβέρτα μου και σκεπάζομαι. Φοβάμαι και φωνάζω.Παρήχηση του φ. Μα γιατί το κρεβάτι μου είναι τόσο μεγάλο; Κλαίω. Τα 'κανα πάνω μου. Α, να το αρκουδάκι μου. Δεν έχει σπαθί πια για να σκοτώσει τα τερατώδη μωρά. Κλαίει κι αυτό στην αγκαλιά μου. Ένα κοκαλιάρικο χέρι εμφανίζεται από το κάτω μέρος του κρεβατιού,αρπάζει το αρκουδάκι μου και το τρώει.  «Σεισμός!», η πολυκατοικία κατέρρευσε και έμεινε μόνο το κρεβάτι μου. Προσπαθούν να ανεβούν πάνω. Τα καταφέρνουν. Μα τι ηλίθιος που ‘μαι. Δεν με ήξερα καλά. Κλείνω τα μάτια, νιώθω τα δόντια τους στη σάρκα μου. «Σ’αρέσει;» μου ψιθυρίζει κάποιο ηδονικά, σχεδόν σεξουαλικά, στο αυτί όσο εγώ φωνάζω από τον πόνο. Βρήκα τι μισώ περισσότερο στον κόσμο. Τα δάκρυα αρχίζουν και καίνε τα μάγουλα μου. Περιέχουν οξύ σε υψηλή περιεκτικότητα είδα στο μπουκαλάκι. Σηκώνομαι από το κρεβάτι και πέφτω κάτω. Βρίσκομαι στα ερείπια της πολυκατοικίας. Η απέναντι βλέπω καρφώθηκε στον λαιμό από τον νεροχύτη. Τι ηλίθια, μα πως τα κατάφερε; Πάντα καταφέρνω και με εντυπωσιάζω. Ακόμη να μάθω πρώτες βοήθειες. Τέλος πάντων, της βγάζω την βρύση απ’ το λαιμό,την τυλίγω με το κασκόλ μου, να μην φαίνονται οι πληγές, κι ορίστε, τίποτε δεν άλλαξε.

-Μωρό μου, με παντρεύεσαι;
-Μόνο για σήμερα, ναι.

Αχ ήμασταν τόσο ερωτευμένοι έπρεπε να μας βλέπατε.


                                                                                                                       -Αγγέλας 

9.10.16

Αλκυονίδες

"ξέρω τα κύματα μια μέρα αυτά τα βράχια
θα τα διαλύσουν θα τα κάνουν όλα σκόνη
θα 'ρχεται κείνο το κορίτσι να ξαπλώνει"
Μόχα, Π. Παυλίδης


χτισμένη απ' των βράχων τα συντρίμια
δεν τη χωρά κανένας χάρτης
καθρέφτες όλο σπάει με το κεφάλι
κλαιν τα κορίτσια απ' τη ζωή που ξεχειλίζει
στην πορφυρή την εκκλησία της Αστάρτης
θεν για μαλλιά λυμμένα γλειφιτζούρια

φέρνουν τον ήλιο μ' ένα σύρμα τον κρατάνε
όλες ξυπόλυτες και πιο μπροστά η Ερεβώνη
ολόβρεχτες από τη μαγική τους ζάλη
μ' αφετηρία μια γωνία της Μονμάρτης
σπάνε τ' αγάλματα και μένει μόνο σκόνη
σκορπά στον άνεμο και διώχνει την ομίχλη

μπαίνουν στη θάλασσα μ' αέρα μανιασμένο
τρέχουν γκρεμίζουνε του κόσμου κάθε φάρο
πετάν τις φλόγες τους σ' όλο το ακρογυάλι
με μάτια κατακόκκινα κοιτά ο Δίας απ' το μπαλκόνι
ξέρουν η Γη πως δεν θα ξαναδεί ποτέ φουγάρο
πως τα παιδιά θα μένουνε παιδιά το βασιλιά να σφάζουν

ξεφτίλισαν τον χρόνο τη ζωή τ' ακοίμιστα κορίτσια
μένουν μονάχα οι στιγμές που ο χορός αρχίζει
το σκουλαρίκι κρέμεται απ’ το γυμνό αφάλι
καθάρια μάτια στα ψηλά, ανάβουν το τσιγάρο
τη γλώσσα έξω σε καθέναν που νομίζει
τους ουρανούς μετρήσανε κι είδαν πως δεν τις φτάνουν

-C. Lupus

30.9.16

Αιγαίο πέλαγος

Μαύρα πανιά τώρα λοιπόν σηκώνω στη ζωή μου
τέτοια καθώς μου έδειξε ο ορίζοντας μπροστά
ορίζοντας ανήλιαγος και μαυροφορεμένος
κουκουλοφόρος δήμιος, λεπίδα που βαστά

Δείτε Θεοί πώς ντύθηκαν οι γλάροι σαν κοράκια
οι ναύτες νέγροι βάφτηκαν από το Τζιμπουτί
κι ο Ποσειδώνας φόρεσε του Χάρου το μανδύα
και θύμισε το Σούνιο του Αχέροντα ακτή

Μ' αν είν’ τα σύννεφα απλώς μια φορεσιά του ήλιου
κι αν είν’ στ’ αλήθεια ο δήμιος κορίτσι τρυφερό
οταν θα δεις το πέλαγος βαμμένο στ’ όνομά μου
μάυρο θα δεις κατάμαυρο το κρύσταλλο νερό.

-ψ.ψ.


Υ.Γ.: Στο ποίημα μιλάει ο Αιγέας, πατέρας του Θησέα.

21.9.16

ραμ παμ μπλουμ περερομ

Γη δεν γνωρίζουν τα τραγούδια μου
είναι φωνές που ακολουθούνε τον αέρα
ποτέ τους δεν στεριώνουνε
ξυπνάνε τη νύχτα κοιμούνται τη μέρα

Κι αν κάποτε αγγίξουνε το χώμα
στιχάκια θα θέλουν τη δίψα να σβήσουν
από ανθρώπους που διψάσανε
Κι ύστερα πάλι το χώμα θ'αφήσουν

Πλανιούνται ανάμεσα στα σύννεφα
με τα πετούμενα κάνουν παρέα
Γιατί η ζωή από υψόμετρο
είναι μακράν από της γης πιο ωραία

Μα οταν παιδιά τα τραγουδούν
σε κάποια αμμμουδιά ή αλάνα
γίνονται γήινα πλάσματα
Κάθε ψυχής η μάνα

Κι αν τα τραγούδια μου απλά,
χαζά τα θεωρείτε
τα γράφω μπας και νιώσετε
απλά χαζά να ζείτε

-Ο μάγος του όζοντος

12.9.16

Όνειρο και Βάσανο

"Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
 
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
 
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ’ Αλγέρι και το Σφαξ
θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα `χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ’ όποιον ρωτά:
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει"

Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.

Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,
θα `χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες."
Ν. Καββαδίας, Mal du Départ


"Επιμονή, υπομονή, πόνος. Αυτά τα τρία. (...) Ήθελα να κάνω την προσπάθειά μου. Ό,τι κι αν γινόταν, ξέρω ότι φεύγω ως μαχητής"
Σπ. Γιαννιώτης, 36 χρονών, για το ασημένιο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς αγώνες, χάνοντας το χρυσό για λιγότερο από ένα κλάσμα του δευτερολέπτου και έχοντας αποτύχει να πάρει Ολυμπιακό μετάλλιο τέσσερις φορές, σε πολύ "καλύτερες" ηλικίες


"Όταν με απέκλεισαν απ' την ομάδα στην δεύτερη τάξη του Γυμνασίου έμαθα κάτι. Ότι δεν ήθελα ποτέ πάλι να νιώσω τόσο άσχημα."
M. Jordan


"Το να πείσουμε τα παιδιά μας να έχουνε αυτοπειθαρχία, είναι η προσπάθειά μας να τα κάνουμε ελεύθερα."
Π. Γιαννάκης

-------------------------------

Το Όνειρο ξυπνάει κάθε τόσο μέσα μας και μας καλεί. Όσο πιο κοντά του είμαστε, τόσο πιο χαρούμενοι είμαστε. Αν δεν ματώσουμε για 'κείνο, το Όνειρο φεύγει μακριά. Φεύγει κι αφήνει μια άσχημη και βρωμερή κατάσταση, ένα Βάσανο. Το Βάσανο τρώει τη ζωή και την ψυχή μας. Δεν κρατάμε σφιχτά το Όνειρο είτε γιατί φοβηθήκαμε να το παραδεχτούμε ως τέτοιο, είτε γιατί φοβηθήκαμε να πονέσουμε γι' αυτό. Ποιος όμως δεν φοβήθηκε το Βάσανο;

-C. Lupus

2.9.16

yūgen

Τον ουρανό τα χνώτα μας
έφτασαν κι ακουμπήσαν
δροσοσταλίδες γίνηκαν
και τη νυχτιά στολίσαν

Της γριάς πηγής οι χούφτες της
γεμίσαν πεφταστέρια
και στ’ άδειο ρέμα τα πετά
σα βόλους με τα χέρια

Κι από τις όχθες τ’ άτακτο
κρυφά τ’ αστροκοπάδι
γλιστράει στην αιώρα μου
κουβέρτα για το βράδυ.

-ψ.ψ.

25.8.16

η Τζούντι

Ήταν γύρω στα έξι. Είχε λακκάκια στα μάγουλα και χρυσά αστεράκια τατουάζ πάνω στα λακκάκια. Προσπαθούσε να ανοίξει τη βαριά πόρτα του καταστρώματος και παιδευότανε, πήγε ο Νίκος να τη βοηθήσει. Ντράπηκε και δεν πέρασε. "Ωραία αστεράκια" της είπε για να γίνουν φίλοι, κι απάντησε μ'ένα πονηρό χαμόγελο. Χάθηκε πίσω από μια κοπέλα, μαμά ή αδελφή. Μετά σκέφτηκα ότι δεν καταλαβαίνει ελληνικά.

Πιο βράδυ τριγύριζε στα καθίσματα του πλοίου, έκανε φασαρία και κοίταζε τους κοιμισμένους με τη διαολιά που έχουν τα μικρά στο βλέμμα. Πέρασε κι απ'το δικό μας κάθισμα, μας θυμήθηκε. Επέστρεψε σε λίγο μ'ένα μπισκότο κι άπλωσε το χέρι μ'ένα νάζι απίθανο. Το "ευχαριστώ" το κατάλαβε.

Μιράντα Παπαδοπούλου- με πέθανε. Δάγκωσα λίγο γιατί παρακολουθούσε πολύ προσεκτικά πίσω απ'τα καθίσματα. Σκέφτηκα τι έχουμε να της δώσουμε, πέρα από μπέικ ρολς. Σε τέσσερις ώρες φτάνουμε Πειραιά, τι έχουμε να δώσουμε στη Τζούντι; Είδα σκηνές, χιλιάδες σκηνές στον ήλιο απλωμένα κουρέλια, μύγες και χημικές τουαλέτες. Σκέφτηκα πού την πάει το πλοίο και στραβοκατάπια.



Τους βλέπω μπρος στα μάτια μου μες στο παλιό βαπόρι
Σα στρείδια στο κατάστρωμα οι μετανάστες όλοι
Βουβές γυναίκες άλαλες που δύναμη αναβλύζουν
Παιδάκια που δε νιώθουνε το δρόμο που βαδίζουν

Αα τα χρόνια τα παλιά, βαριά φορτία φεύγαν για την Αμέρικα.*

*Στην Αμερική - Θ. Παπακωνσταντίνου

-Στέλλα

17.8.16

ντράγκα ντρούγκα η καρδιά




Όταν σε βλέπω κούκλα μου σαλτάρω μένω μούγκα
ανθοβολά το είναι μου, κάνει η καρδιά μου ντράγκα ντρούγκα.
Μία ξενάγηση ποθώ στα φιλντισένια στήθια σου
ψιθύρισέ μου στο αυτί όλα τα παραμύθια σου.

Στο άπειρο με πας κι ακόμα παραπέρα
με τριγυρίζει η σκέψη να σου περάσω βέρα.
Πιο όμορφη μου φαίνεσαι κι από τη Μόνικα Μπελουτσι
για πάρτη σου θα βάλω και μυτερό παππούτσι.

Να σε πηγαίνω βόλτες αγόρασα Ferrari
που να χωρέσει στο Toyota ολόκληρο μανάρι;
Τα πόδια σου ατέλειωτα κρυστάλλινη γοργόνα
μ' αρέσεις πιο πολύ κι από το γκολ του Μαραντόνα.

Έφερες στη ζωή μου απροσδόκητη ακμή
να δεις που θα μας ζήλευαν Αντρέας και Μιμή.
Όλη τη μέρα βασανίζομαι, στη σκέψη σου παιδεύουμαι
ακόμα κι όταν κλάνω, ακόμα κι όταν ρεύομαι.

-C. Lupus

5.8.16

η κυρά Κατσαρίδα

Λατρεύω τα σύννεφα. Τα άσπρα κυρίως, τα παχουλά, που κάνουν παρέα στον ήλιο τις φωτεινές μέρες. Αλλά και τα γκρίζα, που μοιάζουν με ναζιάρικα παιδιά που κάνουν καπρίτσια για να τους πάρεις ένα γλυκό ή παιχνίδι. Ξαπλώνω κάτω, κλείνω τα μάτια, και τα σύννεφα έρχονται προς το μέρος μου, μου προσφέρουν τα απαλά τους χέρια και με προσκαλούν στη βόλτα τους. Ανεβαίνω σε ένα απ'αυτά, κάθομαι αναπαυτικά και κολυμπάω στον ουρανό, βλέποντας τα πάντα από ψηλά τόσο μικρά και ασήμαντα που τα ξεχνάω όλα. Πάντα όμως προσγειώνομαι απότομα. Τα σύννεφα θυμώνουν όταν βρίσκομαι για πολύ ώρα στα μέρη τους, πιστεύουν πως τα βρωμίζω. Επέστρεψα στην ταράτσα του κτηρίου. Περπατάω μέχρι την άκρη του και πηδάω. 

Σπίτι. Η κυρά Κατσαρίδα φοράει την ροζ ποδιά της και ξεφουρνίζει ένα κέικ με κομμάτια μυρμηγκιού και σιρόπι χρυσόμυγας. Το γλυκό είναι πολύ εντυπωσιακό, εξάλλου η ίδια φημίζεται για τις ικανότητες της στην κουζίνα. Αφήνει το κέικ να κρυώσει στο παράθυρο και ξυπνάει τα παιδιά για το σχολείο. Μέχρι να ετοιμαστούν, το κέικ έχει κάπως κρυώσει. Η κυρά Κατσαρίδα το κόβει με το καλό της μαχαίρι σε όμορφα κομμάτια και τα σερβίρει στην πορσελάνινη, λουλουδάτη πιατέλα της. Χαζεύει το δημιούργημα της και για μια στιγμή πιστεύει πως δεν πρέπει να φαγωθεί ποτέ. Πρέπει να μείνει έτσι ανέγγιχτο, να θαυμάζεται για την ομορφιά του για πάντα, να γραφτεί στην ιστορία, μέχρι που τα παιδιά, βιαστικά, τρέχοντας, πήραν από ένα κομμάτι και έφυγαν για το σχολείο. Το δημιούργημα της έμοιαζε κενό και βεβηλωμένο, η γεωμετρική και συμμετρική του εμφάνιση καταστράφηκε. Το χειρότερο γι΄αυτήν όμως ήταν πως τα παιδιά, αλλά ακόμη περισσότερο ο άντρας της δεν θα εκτιμούσαν την κομψότητα της γεύσης του γλυκού της.

Ο άντρας είχε φύγει από νωρίς για δουλεία και αυτή βρισκόταν τώρα μόνη στο σπίτι. Έβγαλε τα ρούχα της και στάθηκε γυμνή μπροστά στον καθρέφτη. Επεξεργάστηκε το είδωλο της. Δεν έμοιαζε σε αυτήν. Ένιωσε μια βαθιά δυσφορία, που γρήγορα εξελίχθηκε σε μίσος για την ίδια. Άλλαξε προφίλ, ελπίζοντας κάποιο άλλο να την κολακεύει περισσότερο ή να θυμίζει κάτι από το παλιό της εαυτό. Στον καθρέφτη έβλεπε πλέον ένα παραμορφωμένο πλάσμα με ελάχιστα ή καθόλου στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι είναι αυτή. Φώναξε δυνατά. Παραμορφώθηκε κι άλλο. Έμοιαζε με τέρας έτοιμο να επιτεθεί. Φώναξε πιο δυνατά και μεταμορφώθηκε σε μια σκοτεινή και αηδιαστική μάζα, αδύνατον να την αντικρίσει κανείς και να μην τραπεί σε φυγή. Φώναξε κι άλλο, πιο δυνατά και τα πάντα γύρω της παραμορφώθηκαν, άλλαξαν όψη και άρχισαν να της μιλούν πρόστυχα και να την βρίζουν. Έσπασε τον καθρέφτη με το χέρι της και άρχισε να τρέχει. 

Το έδαφος κάτω από αυτήν έτρεμε και άρχισε να καταρρέει, ενώ οι γύρω της την κοιτούσαν εξονυχιστικά από πάνω μέχρι κάτω απαξιωτικά και μετατρέπονταν σε μικρά ατσάλινα κόκκινα κουτάκια  που άρχισαν να γελούν εις βάρος της δυνατά, τόσο δυνατά που νόμιζε πως τα αυτιά της θα σπάσουν και η ίδια θα συρρικνωθεί από τον ήχο. Έτρεξε γρηγορότερα, όμως τα πόδια της έπαψαν να την υπακούν και κόλλησαν στην άσφαλτο. Το περιβάλλον γύρω της μεγάλωσε, κάνοντας την ίδια να μοιάζει πολύ μικρή και ευάλωτη, ενώ ο ήχος έγινε ακόμη πιο εκκωφαντικός και ανυπόφορος. Ξάπλωσε κάτω και έκλεισε τα μάτια.

Τα σύννεφα ήρθαν και την πήραν. Η κυρά Κατσαρίδα είχε χάσει τις αισθήσεις της. Τα σύννεφα την άφησαν πάνω σε μια ταράτσα και την φίλησαν στοργικά. Η κυρά Κατσαρίδα άνοιξε τα μάτια της και βρέθηκε σε μια ακτή, πάνω σε κάτι ψηλά βράχια. Η θάλασσα από κάτω χτυπούσε δυνατά την στεριά και ο άνεμος παρέσερνε τις σκέψεις της. Προχώρησε μπροστά και βρέθηκε στην άκρη των βράχων. Κοίταξε χαμηλά, την θάλασσα. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έκλεισε με το χέρι της την μύτη της και πήδηξε.

Εκείνη τη στιγμή, λίγο πριν βουτήξω, είδα στην θάλασσα τον εαυτό μου. Την εξευγενισμένη, μη παραμορφωμένη εκδοχή του, με τις στραβές κεραίες, τα παχουλά μάγουλα και τα κοντά ποδαράκια. Μου χαμογέλασε άγαρμπα και μου προσέφερε ντροπαλά μια μπάλα.

                                                                                                                                    -Αγγέλας

28.7.16

το μαντήλι

Ντίλι- ντίλι- ντίλι
ντίλι το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντήλι.

Μικρό κόκκινο πανί
το έλεγαν πολλοί.
Όμορφο πορφυρό μαντήλι
το έλεγε εκείνη.

Μετά τη γαλήνη,
η ιστορία του
ταξίδι με πλοία και τρένα.

Όμως, ήρθε ο ποντικός
πήρε το φυτίλι
μέσα από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντήλι.

Σταδιακή αλλαγή στο χρώμα.
Από κόκκινο ήρεμο,
που θαρρείς πως κοιμάται μετά από νανούρισμα,
σε κόκκινο έντονο
της επανάστασης.

Θερμά χρώματα αγκαλιάζουν την καρδιά της.
Στις μύτες των ακροδακτύλων της σηκώνεται
τον ουρανό
να αγγίξει από περηφάνεια.

Ήρθε, όμως, και η γάτα
και έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φυτίλι
μέσα από το καντήλι.

Απότομη αλλαγή στο χρώμα.
Από έντονο κόκκινο, μαύρο.
Αντικατάσταση του θαυμασμού από νοσταλγία πολλών χρόνων.
Το ταξίδι ξεκινά με πλοίο.

«Όμορφο πορφυρό μαντήλι, που είσαι;»

Και ήρθε ο σκύλος
κι έπνιξε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φυτίλι.

Και τότε το μαντήλι πρόβαλε ξανά.
Αλλά δεν είναι το ίδιο, ούτε θα ‘ναι ποτέ.
Κόκκινο της επανάστασης,
αλλά όχι το ίδιο κόκκινο.

Αποχρώσεις, που σε ζαλίζουν,
που σε μεθούν,
τυλίγουν απαλά το αδύναμο κορμί της.
Αποχρώσεις προκλητικές
τη θέση της επανάστασης
δίνουν στον έρωτα.

Με άλλο εκπρόσωπο, μαντήλι, γύρισες.
Στο στόμα εκείνη πλέον σε φορά
να μην πνιγεί από τους καπνούς της φωτιάς.

Δικό σου το φταίξιμο.
Προδόθηκες.

Το ταξίδι συνεχίζεται με τρένο.
Βαρύ το φορτίο
να μεταφέρεις τόσες αναμνήσεις και αισθήματα
για να καταλήξεις τελικά
σε ντουλάπα ξεχασμένο.

Μακροχρόνια αλλαγή στο χρώμα.
Από κόκκινο, λευκό
της κάθαρσης.

Το σκοπό σου τελικά δεν τον έμαθες,
αλλά εκείνη τον ξέρει.
Δεν την έπνιγαν οι φλόγες,
αλλά η απουσία οξυγόνου.
Και όταν σε αποχωρίστηκε,
ελευθερώθηκε. 

Ντίλι- ντίλι- ντίλι
έσβησε το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντήλι.

-Jasminum sambac

18.7.16

καλοκαίρι

Κάπου απ’ τα νότια κι ίσως απ’ τα παλιά
γλύφει ο μπάτης το φτερό μιας αλκυόνας
κι όπως το κύμα το γιαλό, το μέτωπό μας
μπλέκοντας λίγο καλοκαίρι στα μαλλιά

Να μας θυμίσει ότι στέκουμε γυμνοί
σε παραλία άδεια και σ’ αυγής το κρύο
και σαν ο ήλιος ξεδιπλώνεται στα δύο
μέν’ η γραμμούλα των βημάτων μας μονή

Ήσυχα σβήνουν η βραδιά και το κρασί
κι ο ήλιος δείχνει με το δάχτυλο τη γύμνια
μελαχρινή μου στα χειρότερα μπουρίνια
θα ‘ναι ζεστά αν είσαι ρούχο μου εσύ

Άραγε το ‘φερε στ’ αλήθεια η νοτιά
μαζί με κρίνων μυρωδιές το καλοκαίρι
ή μιας κοπέλας που μου άπλωσε το χέρι
η θαλασσιά της και η ντροπαλή ματιά;

-ψ.ψ.

26.6.16

η πεταλουδίτσα κάνει γαβ, γαβ, μιάου


Το σκηνικό πρέπει πάντα να μοιάζει αυθόρμητο. Καθοδηγούμενο από υποσυνείδητα συναισθήματα. Και όχι απλά από φόβο, θλίψη, απογοήτευση, αίσθημα πνιγμού ή όπως το λένε οι ψυχολόγοι. 9 στους 10 ψυχολόγους συνιστούν αυτοκτονία δια του απαγχονισμού. Καθαρές δουλειές. Σύντομα και αναίμακτα. Αλλά όχι μέσα στα σπίτια σας! Σε κάποιο δάσος. Να σας δει και κανείς, θα 'χει περισσότερη πλάκα. Μια κίνηση και σβήνεσαι. «Φεύγεις» όπως λένε στα τηλεοπτικά πάνελ. «Έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος σκηνοθέτης...». Φοβούνται τον θάνατο ακόμη και σαν λέξη. Εγώ τα λέω. Οι άνθρωποι είναι δειλοί. Αλλά, ταυτόχρονα, και άρρωστοι. Έχουν μια ακατανίκητη περιέργεια να βλέπουν θύματα. Ο θάνατος, η αρρώστια τους φοβίζουν και τους γοητεύουν μαζί, λατρεύουν κάθε τι νεκρό, όσο πιο νέο το πτώμα τόσο μεγαλύτερη η λαιμαργία τους και η ακόρεστη κατακρεούργηση του νεκρού. Μα και ‘γω άνθρωπος είμαι. Είμαι δειλός και άρρωστος. Και με μια μικρή δόση τρέλας. Αν ξέρεις ότι είσαι τρελός όμως, λένε, δεν είσαι τρελός. Εγώ το ξέρω ότι είμαι και είμαι. Να μην τα πολυλογώ: σκοτώνω. Σκοτώνω όσους θέλουν να αυτοκτονήσουν. Με όσο πιο ευφάνταστους τρόπους. Ζωγραφίζω πάνω στην σκηνή του εγκλήματος. Διακοσμώ τον τόπο φρίκης. Το ανθρώπινο σώμα και ο εσωτερικός του κόσμος προσφέρονται για θαύματα! Ποτέ όμως δεν μπόρεσα να σκοτώσω εμένα. Ακόμη και τώρα, μετά από τόσους φόνους, δεν έχω εξοικειωθεί με την ιδέα του θανάτου του εαυτού μου. Του εαυτού μου,  μονάχα. Δηλώνω χριστιανός. Όχι επειδή μου το λέει η ταυτότητα μου. Επειδή το επέλεξα. Δηλώνω πιστός σε όλες τις θρησκείες του κόσμου. Τι ωραία βασανιστήρια που κρύβουν επιμελώς οι θρησκείες! Τι δημιουργικά, μακάβρια και όμορφα! Ζηλεύω και αντλώ έμπνευση απ’ αυτές. Δηλώνω Θεός. Δηλώνω ό, τι πιο ισχυρό υπάρχει, παντοδύναμος και σκοτεινός. Μουχαχα! Να με φοβάστε. Σκοτώνω. Και τις προάλλες με το έντερο κάποιου έφτιαξα μια ωραιότατη γιρλάντα που την έστειλα πακέτο σε ένα παιδικό πάρτυ. Έχω και χιούμορ. Με παντρεύεσαι ωραία κοιμωμένη μου; Δεν σε θέλω! Χαχαχαχα πλακίτσα! Είσαι πολύ τεμπέλα για ‘μένα. Βαριέμαι εύκολα. Τώρα που σου μιλάω βαριέμαι και φτιάχνω αστείες λέξεις στο μυαλό μου: «Τρακολνιστακούρ», που πάει να πει «το παπάκι πάει στην ποταμιά μα το γάμησε ο κυρ Γιάννης». Τι μαγική που ‘ναι η γλώσσα. Συμπυκνώνει βαθιά νοήματα σε μια μόνο φράση! Αχ, αλλάζω θέματα εύκολα σαν γκόμενα. Δεν είμαι γκόμενα, όμως θα θελα. Το πελατολόγιό μου, λοιπόν, είναι ιδιαίτερα πλούσιο αυτές τις μέρες. Η γειτόνισσά σου, ο μητροπολίτης, ο βουλευτής, ο υδραυλικός θέλουν να τους σκοτώσω, να γευτούν λίγο από το αιχμηρό μου μαχαιράκι ή τα λεπτεπίλεπτα μου χεράκια. Ποτέ πιστόλι όμως. Θέλω άμεση, διαπροσωπική επαφή. Ο φόνος είναι σαν διάλογος. Μια ενεργητική διαδικασία ανταλλαγής απόψεων και συναισθημάτων με βλέμματα, μορφασμούς και σπασμωδικές κινήσεις. Μόνο που οι διάλογοι είναι ψεύτικοι, γιατί οι γονείς τους, οι άνθρωποι, είναι κι αυτοί ψεύτικοι. Ο άνθρωπος είναι ο εαυτός του μόνο την στιγμή του θανάτου του. Τις άλλες φορές είναι ό, τι θέλει η παρέα του, ο εργοδότης του ή ο ίδιος ανάλογα με τις διαθέσεις. Καταλαβαίνεις πολλά από την τελευταία στιγμή κάποιου. Ξέρω το ανθρώπινο είδος καλύτερα από τον καθένα. Καλύτερα από τον κάθε ψυχολόγο – ψυχίατρο – ψυχοθεραπευτή. Γι’ αυτό και με θεωρώ ανώτερο ον. Και με μισώ, μαζί. Με μισώ και βγάζω αυτό το μίσος στα πτώματα μου όταν σκοτώνω. Δεν αρκούμαι, απλά, στην αφαίρεση της ζωής του υποκειμένου - πελάτη μου. Δεν είναι απαραίτητο ότι το πτώμα πρέπει να υποφέρει. Ίσως, λιγουλάκι, πάντα. Αλλά, κάτι σημαντικό, επίδοξοι δολοφόνοι που με διαβάζετε μην ασελγείτε πάνω στα πτώματα σας. Ποτέ πολλές δουλείες μαζί. Ή δολοφόνος θα ‘σαι ή βιαστής. Κάνω εγώ την δουλειά σας; Την σέβομαι, αλλά δεν την κάνω. Σεβαστείτε και ‘σεις ή να πάω στην Βουλή να καταθέσω κάποιο νομοσχέδιο; Άντε γιατί πολλά ψυχάκια γεμίσαμε, και ‘μεις τα αληθινά ψυχάκια που το ξέρουν ότι είναι, ζούμε με τρεις και εξήντα. Έχασα την ψυχραιμία μου και τώρα δεν μπορώ να εργαστώ. Ο φόνος θέλει καθαρό και ήρεμο μυαλό. Είναι μια τέχνη. Θα τα σκατώσεις αλλιώς. Υπάρχει ερωτικό στοιχείο στον φόνο. Τα πάντα σ' αυτόν υποδηλώνουν πάθος και αρχέγονα συναισθήματα, δύσκολα διαχειρίσιμα από το συνειδητό κομμάτι του εγκεφάλου.  Η αποκοπή από το συνειδητό και η αληθινή περιδιάβαση στα ενδότερα των σκέψεων που συμβαίνει στον φόνο προσεγγίζει τον έρωτα. Δηλώνω παράφορα ερωτευμένος με κάθε θύμα μου. Παράφορα, αδιανόητα, καταστροφικά. Με σκοτώνει και 'μένα αυτή η διαδικασία.

 Ξέρετε ποιούς-τι-ποιόν αντιπαθώ περισσότερο απ' τα παρακάτω;

  1. Τους ανθρώπους που αυτοκτονούν με χάπια.
  2. Τη λέξη οδοντόπαστα αντί για οδοντόκρεμα.
  3. Τον κυρ-Γιάννη που πήδηξε το καημένο το παπάκι :(


Ελάτε. Εύκολο. Το 2. Ανατροπή! Όχι, ντάξει, το 1. Το ξέρω είμαι πληκτικός, προβλέψιμος, μαλάκας, άσχημος, κακός στο σεξ, μικροτσούτσουνος, πισωγλέντης, προσθέστε ό, τι άλλο θέλετε. Μα δεν είναι βαρετοί αυτοί οι άνθρωποι; Με χάπια σοβαρά;;;; Τι είσαι ρε φίλε; Ντίβα; Άντε βρες κάτι ποιο όμορφο. Δεν θα σου πω εγώ τι. Να το βρεις μόνος σου. Θέλουμε κάποιον να μας λέει τι θα κάνουμε πάντα. Ακόμη και πώς θα αυτοκτονήσουμε. Και μην τολμήσετε να αντιγράψετε κάποιον τρόπο αυτοκτονίας από ταινία ή σειρά. Ξεπερασμένο και εφηβικό. Ψάξε με και βρες με. Μην ψάξεις κάπου σκοτεινά και απομονωμένα. Απαπα! Λατρεύω τον ήλιο, τις κατσικούλες, τα ροζ συννεφάκια, τα σκιουράκια που κάνουν πικ-νικ τις ανοιξιάτικες μέρες και τα ανέκδοτα με κλανιές. Θα περάσουμε ωραία. Call me.




Βράδυ και ξάπλωνα αμέριμνα.
Ίσως και να κοιμόμουν.
Χέρια να τυλίγουν απαλά τον λαιμό.
Με τα αρώματα που αγάπησα, τα παιδικά.
Να πλέκονται σφιχτά.
Να καταπατούν το απαλό δέρμα.
Τα καλύτερα σημάδια ενηλικίωσης.
Είμαι πλέον κτήμα μου, για πάντα.

                                                                                                                          -Αγγέλας

17.6.16

καρπούζι


Ζέστες καυτές
ξυπόλυτα πόδια
αλμυρισμένα σεντόνια
ιδρωμένα μεσημέρια
παγωμένα νερά.

Γαλάζιες χάντρες και γαλάζιες θάλασσες, κόκκινα μάγουλα και κόκκινοι ουρανοί.

Το πρώτο απόγευμα στο πλοίο
τα τραγούδια κάθε νύχτα
οι Ιταλοί από πέρσι που 'ναι ακόμα εδώ.

Κι όλοι μαζί, καθισμένοι σε κάποιο πεζούλι, βουτάμε τις μούρες μας σε ένα τεράστιο καρπούζι και φτύνουμε τα κουκούτσια στα μούτρα του χειμώνα.

Κάθε Ιούνιο γεννιούνται χίλοι κόσμοι.

-C. Lupus

7.6.16

η χορεύτρια του πλήθους

*κείμενο-απάντηση στο Αποσύνθεση

2009

Κάθε πρωί, λίγο πριν το μάθημα στο Δημοτικό, η Ελένα σηκώνεται τα πρωινά και πετάγεται έως τον καθρέφτη. Παρατηρεί με αγωνία το πρόσωπό της, τα χέρια της, την κοιλιά της, το στήθος της και τα πόδια για μερικά λεπτά, από διάφορες οπτικές γωνίες. Η όμορφη Ελένα, είναι η πρώτη μαθήτρια στο χορό και κάνει τις πιο ολοκληρωμένες στροφές μπροστά από τους καθρέφτες και αυτός είναι ο δικός της προσωπικός χορός. Αγαπάει τα βήματά του, τα έχει μάθει απ' έξω, κυρίως για να ευχαριστήσει την αγαπημένη της Δασκάλα, που ακούει στο όνομα Κοινωνία. Η Κοινωνία ήταν από πολύ νωρίς σωστή Δασκάλα για εκείνη και είχε βρει τα κουμπιά της για να εντοπίζει τον κατάλληλο παλμό και ρυθμό της κίνησης. Ήταν λες και την είχε επιλέξει ως την πιο λαμπρή και μοναδική μαθήτριά της, ναι, η Ελένα κάθε πρωί που ξυπνάει νιώθει πως είναι το ξεχωριστό διαμάντι της Δασκάλας της, η εκλεκτή της στο χορό του καθρέφτη.

Τα άλλα κορίτσια στην τάξη της δεν έχουν ιδέα για τον χορό της, είναι πολύ πιο ανώριμες και ασχολούνται με πράγματα που ασχολούνται τα συνηθισμένα παιδιά της 6ης Δημοτικού. Φοράνε ρούχα που τα διαλέγουν οι γονείς τους και παίζουν μπάλα, κυνηγητό, μήλα, κρυφτό και πρόσωπα-ζώα-πράγματα. Μερικές φορές, χωρίζονται σε παρέες και τα αγόρια συζητούν κυρίως για ποδόσφαιρο, ενώ τα κορίτσια για αγόρια και για άλλα κορίτσια. Και εάν τυχαίνει να διαλέγουν μόνα τους τα ρούχα, τότε τα χρώματα δεν είναι συνδυασμένα αρμονικά, άλλα συνδυάζουν το πορτοκαλί με το καφέ και το ροζ με το λαχανί, ενώ οι παρέες που διαμορφώνονται από αγόρια και κορίτσια ασχολούνται με πόκεμον, κάρτες, μουσική ή διάφορα γκατζετάκια και πού και πού μιλάνε για το καλοκαίρι και υπολογίζουν τα μπάνια που θα κάνουν και τα παγωτά που θα φάνε αυτή τη χρονιά. Η Ελένα όμως όχι.


Είναι πράγματι ένα απ' τα διαφορετικά παιδιά. Στο σχολείο τής ανήκει μονάχα μια γωνία-μία, διότι τις υπόλοιπες τις κατέχουν άλλα πετράδια που όμως περνούν απαρατήρητα, όχι σαν την Ελένα που έχει την πιο ακριβή Δασκάλα να τη φροντίζει. Συνεπώς, η Ελένα είναι ένα διαμάντι που γυαλίζει πολύ έντονα και μπορείς εύκολα να παρατηρήσεις ότι της ανήκει μονάχα μια γωνία. Γυαλίζει και κάνει μπαμ από μακριά στο μάτι σου. Η Δασκάλα της φροντίζει να την καθαρίζει καλά πίσω στον αυχένα και στις πτέρνες και σε σημεία που δεν φτάνει μόνη της να καθαριστεί. Την κάνει να αστράφτει και να ομορφαίνει τη γωνία της στα μάτια της, μόνο και μόνο που κάθεται εκείνη εκεί. Τα ρούχα της τα επιλέγει απ' το προηγούμενο βράδυ και τα συνδυάζει λεπτομερώς με την διάθεση, τον καιρό, την εποχή και το αν έχουν Γυμναστική την επόμενη μέρα ή όχι. Κατά τα άλλα, τα διαλείμματα συνήθως βαριέται και μέσα στο μάθημα δεν παρακολουθεί, διότι είναι ήδη διαμάντι και δεν χρειάζεται. Ο δάσκαλος στο σχολείο τής κάνει παρατηρήσεις, όμως εκείνη ανταποκρίνεται πάντοτε επιθετικά και με "υφάκι", πάνω στην απόπειρά της να του δείξει ότι εκείνος δεν καταλαβαίνει την αξία της.


Όταν τελείωσε το Δημοτικό, η Ελένα συνειδητοποίησε, μιας και πήγαινε πάντα πιο μπροστά από τα άλλα κορίτσια, ότι έπρεπε τώρα στο Γυμνάσιο να βρει έναν σωστό και άξιο σύντροφο που θα ξέρει να χορεύει στα βήματα που της έμαθε η γλυκιά της Δασκάλα και να χορεύει μαζί του, για να μη νιώθει μόνη. Αυτό ήταν! Πώς δεν το είχε σκεφτεί; Δεν χρειαζόταν φίλες. Τα κορίτσια δεν καταλαβαίνουν, γιατί εκείνη δεν είναι σαν τα κορίτσια, τα κορίτσια είναι κατώτερα γενικά σε πολλά πράγματα, είχε μάθει απ' τη Δασκάλα, όμως εκείνη δεν ήταν σαν τα κορίτσια. Και, από την άλλη, τα αγόρια είναι αγόρια και δεν θα μπορούσε να κάνει παρέα μαζί τους. Εκείνος όμως, ο χορευτής, θα ήταν ό,τι πρέπει. Θα ήταν και φίλος και αδερφός και έρωτας και γάμος και παντοτινή αγάπη. Θα ήταν ο καβαλιέρος της. Η Ελένα ήταν ενθουσιασμένη!


Την πρώτη μέρα στο Γυμνάσιο, είχε ήδη αγοράσει ολοκαίνουρια ρούχα και παπούτσια, είχε κάνει φράντζα στα μαλλιά της και είχε και το πρώτο της πίρσινγκ στον αφαλό. Στην αυλή του νέου της σχολείου, δεν παρατήρησε και δεν χαιρέτησε κανέναν παλιό της συμμαθητή απ' το Δημοτικό, αφού τώρα το νέο σχολείο άξιζε να είναι παντελώς δικό της και τίποτα απ' το ανιαρό παρελθόν δεν θα έπρεπε να το μολύνει. Ευχόταν συχνά να εξαφανίζονταν όλα αυτά τα άτομα που δεν έχουν ιδέα από το χορό της, για να μπορεί να εκφράσει ελεύθερα και με πάθος την αγάπη της για τα βήματα του καθρέφτη, χωρίς να την συλλάβουν τα βλέμματα και οι φήμες του παρελθόντος. Τα παλιά άτομα της θύμιζαν τη μοναξιά της και το πόσο θα ήθελε να μπορεί να μοιραστεί το χορό της με κάποιον που θα την θαυμάσει, που δεν θα την αλλοιώσει, που δεν θα προσποιηθεί ότι είναι σαν και αυτήν, αλλά θα αποδεχτεί τον ύψιστο κόσμο που υπάρχει μέσα της. Έτσι, εκείνη την πρώτη μέρα στην αυλή, την πέρασε ψάχνοντας για μια καινούρια γωνιά, από την οποία θα μπορούσε να εντοπίσει με την ησυχία της τον ένα και μοναδικό ιδανικό της παρτενέρ. Τα κριτήρια τα κρατούσε σε ένα χαρτί στην τσέπη της από τις σημειώσεις που κράτησε από την Δασκάλα του χορού.
      

2012

Το Λύκειο μοιάζει με πυρηνική έκρηξη. Η Δασκάλα της Ελένας έχει γίνει μια απ' τους καθηγητές-ιδιαιτεράδες που τα παίρνουν χοντρά και αυτοσυστήνονται σε όλους τους μαθητές. Σιγά σιγά, οι μαθητές που δεν έχουν την δυνατότητα να κάνουν μάθημα με την Δασκάλα της Ελένας, απογοητεύονται, αισθάνονται εκτός του παιχνιδιού της αυλής του σχολείου και προσπαθούν να πάρουν παράδειγμα από τα βήματα του χορού των παιδιών που είναι πιο προικισμένα, ή θυμώνουν και οδηγούνται σε μη διακριτές γωνιές, εκεί που πέφτει η μπάλα όταν παίζουν οι μαθητές βόλευ, εκεί που χτυπάει και επιστρέφει πίσω για να συνεχιστεί το παιχνίδι. Αυτή είναι η έκρηξη. Ότι πριν το παιχνίδι ξαναρχίσει, η μπάλα χτυπάει τη γωνία. Είναι μια διαδικασία που μοιάζει αναγκαία, απαραίτητη και, παραδόξως, φυσιολογική, επόμενη.

Η Ελένα συνήθιζε να έχει όλες τις μπάλες στο Δημοτικό και παράλληλα να έχει και τη γωνία της άθικτη και καθαρή. Γιατί η Δασκάλα της την προωθούσε και ήταν αφοσιωμένη μόνο σε εκείνη και στη μάθησή της για το χορό του καθρέφτη. Όμως τώρα όλα σχεδόν τα παιδιά μοιάζουν να μιμούνται αυτό που ήταν η Ελένα στο Δημοτικό και να μοιράζονται την ίδια Δασκάλα. Αυτό είναι ανυπόφορο για εκείνη. Πλέον, οι μέρες της ποτίζονται με οργή, αγανάκτηση και θυμό που δεν είναι η ίδια ακόμη στην κορυφή της λίστας των χορευτών του καθρέφτη. Οι στροφές που έκανε στο σπίτι της κάθε πρωί που πεταγόταν απ' το κρεβάτι με ενθουσιασμό, έχουν τώρα γίνει μια επίπονη και σκληρή διαδικασία που τη βαραίνει στους ώμους και την κάνει να καμπουριάζει. Τα ρούχα της τώρα πια δεν φαίνονται τόσο φανταχτερά και μοναδικά, τόσο εκλεκτά και κατάλληλα συνδυασμένα σε σύγκριση με των άλλων μαθητών και το πίρσινγκ στον αφαλό έχει γίνει thing στο σχολείο. 


Συν τοις άλλοις, η Ελένα ένιωθε ότι βρισκόταν στην κορυφή του σχολείου όταν γνώρισε τον Αρτέμη στην πρώτη Γυμνασίου και έγινε ο παρτενέρ της. Άρχισε μάλιστα και το κάπνισμα για χάρη του, γιατί η Δασκάλα έλεγε ότι πρέπει να θυσιάζεις συχνά το καλό του εαυτού σου, του σώματος και του εντός σου, για να έχεις τον ιδανικό παρτενέρ. Άλλωστε, η Ελένα δεν ήταν σαν τα άλλα κορίτσια που ήταν κατώτερα, συνεπώς απαιτείτο να έχει σημάδια του παρτενέρ της πάνω της. Γι' αυτό και συχνά στα διαλείμματα στις τουαλέτες του σχολείου ή στο πάρκο της περιοχής τον άφηνε να της κάνει όσα σημάδια εκείνος ήθελε. Ήταν τρόπαια για το πόσο καλή μαθήτρια ήταν. Διότι εκείνη διέφερε. Τα άλλα κορίτσια έπαιρναν αυτοκόλλητα στην ορθογραφία στα Αγγλικά και τα Γαλλικά, εκείνη έπαιρνε τα σημάδια του χορού που αγαπούσε. Άλλωστε ήταν ήδη διαμάντι και τα αυτοκόλλητα δεν της χρειάζονταν. Και έτσι τα δικά της αυτοκόλλητα γίνονταν όλο και πιο σκουρόχρωμα.

Οι μήνες στην πρώτη Λυκείου πέρασαν αργά και ήταν γεμάτοι αγωνία. Η Ελένα στα διαλείμματα στεκόταν όρθια στη γωνία της και παρατηρούσε τα υπόλοιπα φανταχτερά παιδιά. Ο Αρτέμης στη μέση της χρονιάς παράτησε το σχολείο, διότι ο σωστός, ο κατάλληλος, ο χαρισματικός χορευτής-παρτενέρ δεν υποβαθμίζει την αξία του και τις χορευτικές του ικανότητες με συστημικές γνώσεις. Ωστόσο, εδώ που τα λέμε, ήταν πράγματι συστημικές, αλλά σε ένα τοίχο η Ελένα είχε διαβάσει κάτι που έλεγε πάνω κάτω πως και να μην ήταν συστημικές, πάλι ο Αρτέμης θα έφευγε απ' το σχολείο. Όμως, με αυτόν τον τρόπο έφυγε με το κεφάλι ψηλά, όπως του άρμοζε, όπως θα άρμοζε στον παρτενέρ της Ελένας, οπότε ήταν εντάξει με αυτό. Άλλωστε, δεν ήξερε ακριβώς τι πάει να πει "συστημικός", όμως φαινόταν σαν μια δυναμική λέξη για να χαρακτηρίζει οτιδήποτε της την σπάει, οπότε σαφώς και την χρησιμοποιούσε στο εξής.


Ενώ ο Αρτέμης ξεκίνησε την καριέρα του στον χορό των πολεμικών τεχνών και του πολιτικού φάσματος, η Ελένα τον θαύμαζε και ανυπομονούσε να φύγει απ' το σχολείο κι εκείνη για να πάει να ζήσει μαζί του. Ωστόσο, μιας και εκείνος δεν βρισκόταν πια στην αυλή του σχολείου, εκείνη έμεινε να κοιτάζει τις άλλες μαθήτριες με τους δικούς τους παρτενέρ και να εξοργίζεται σιγά σιγά με την κατάστασή της. Όσο ο θυμός θεμελιωνόταν μέσα της και το μίσος άρχιζε να πιάνει αλόγιστες συχνότητες, η Ελένα αποφάσισε να δείξει σε όλους πόσο μοναδική και ξεχωριστή ήταν, πως ήταν η πιο κατάλληλη μαθήτρια για την Δασκάλα που μοιράζονται τώρα σχεδόν όλοι. Ήξερε πως θα μπορούσε να εκραγεί, εάν δεν δικαιωνόταν εν τέλει. Έτσι, άφησε πίσω την καθημερινότητα της τέλειας Ελένας που ήξερε ποια είναι και πόσο σωστή χορεύτρια του καθρέφτη είναι και έβαλε μπρος το σχέδιο της καθημερινότητας που θα αποδείκνυε και στους άλλους το αξίωμα αυτό.


Το πρώτο άτομο που θα ήθελε να κερδίσει πίσω ήταν η πολυαγαπημένη της Δασκάλα. Γι' αυτό και ετοίμασε ένα τεράστιο άλμπουμ φωτογραφιών που έβγαζε με την κάμερα της μητέρας της ή το καινούριο της κινητό και έστελνε λίγες λίγες τις φωτογραφίες για να της δει εκείνη και να καταλάβει πόσο λάθος έκανε που δόθηκε και σε άλλους μαθητές. Έπειτα, ακριβώς επειδή ο Αρτέμης ήταν εκείνος ο ιδανικός παρτενέρ που την καταλάβαινε και που ήταν ο ένας και μοναδικός για εκείνη, της προσέφερε συχνότερα και μεγαλύτερα σημάδια της αγάπης και του δεσμού του μαζί της, τα οποία είχαν πάρει και διαφορετικές διαστάσεις. Σαν να του το 'χε ζητήσει, σαν να διάβασε στα μάτια της τι ακριβώς εκείνη ήθελε να της προσφέρει, η Ελένα πλέον είχε πάνω της τα αυτοκόλλητα του παρτενέρ της που αποδείκνυαν σε όλους στο σχολείο πως, ακόμη κι εάν εκείνος απουσιάζει, είναι στη ζωή της και την κατέχει και κανείς άλλος δεν μπορεί να την πλησιάσει ή να του μοιάσει. Τα άλλα κορίτσια είχαν κι αυτά παρτενέρ, όμως τα σημάδια της Ελένας έκαναν τη σχέση τους πιο δεσμευτική, πιο αληθινή, πιο αυθεντική και διαφορετική. Η Ελένα αναγνώριζε ότι ο Αρτέμης ήθελε με κάποιο τρόπο να βρίσκεται πάντοτε μαζί της και γι' αυτό αντάλλασσε την παρουσία του με την απόδειξη της παρουσίας του στη ζωή της, κάτι που σαφώς ήταν μακράν πιο σημαντικό.

Έπειτα, η Ελένα συνέχιζε να μαθαίνει από τον Αρτέμη λέξεις όπως αντισυστημικός, παρακράτος, ενότητα, καθεστωτικός, περιθώριο, υπερηφάνεια, αγώνας, δικαίωμα, καταπίεση και να της ενσαρκώνει στα βήματα του χορού που της είχε μάθει η Δασκάλα, μονάχη της, με την δική της τέχνη, την τέχνη της ιδιοσυγκρασίας της, χωρίς τη Δασκάλα, βασισμένη όμως πάντοτε στα βασικά βήματα του χορού του καθρέφτη που της είχε διδάξει. Σύντομα, η Ελένα χρησιμοποιούσε τις λέξεις αυτές, σε συνδυασμό με τον ανεξήγητο θυμό και το μίσος που είχε γεννηθεί μέσα της, σε καυστικές συζητήσεις με τους καθηγητές, του άλλους μαθητές που ήταν ανόητοι μπροστά της και στις παρέες του Αρτέμη, διότι εκείνη δεν ήταν σαν τα άλλα κορίτσια, που είναι κατώτερα από τα αγόρια και δεν πρέπει να αντιμιλάνε στους καθηγητές. Ήταν ξανά αυτό που έπρεπε, που ήθελε, που επιβαλλόταν, που γεννήθηκε για να είναι: διαφορετική, ξεχωριστή, μοναδική.


Τα πίρσινγκ της Ελένας αυξήθηκαν μαζί με τα τατουάζ και τα μαλ
λιά της δεν ήταν πια όπως των άλλων κοριτσιών, αλλά βαμμένα γκρι με ξανθό και λίγο μαύρο στη ρίζα. Κάποια κορίτσια που έπαιρναν επίσης το δρόμο του μίσους και του θυμού συνήθιζαν να ξυρίζουν ελαφρώς τα μαλλιά τους, να τα βάφουν έντονο φούξια ή μπλε και να φοράνε ζαρτιέρες με χοντρές μπότες και δερμάτινα τζάκετς, ενώ άλλα τα άφηναν μακριά και φορούσαν παντελόνια χίπικα και βραχιόλια χρωματιστά. Εκείνη, όμως, δεν θα μπορούσε να αλλοιώσει έτσι τον εαυτό της, ήταν το τέλειο κορίτσι και ήταν διαφορετική ούτως ή άλλως, επομένως αρκούνταν στο να βάφεται, να βάζει πολύ μαλακτικό και να επιμελείται της ενδυμασίας της. Τα ρούχα της παρέμειναν ίδια σε στυλ, διότι η Δασκάλα ξέρει καλά και τις είχε μοιράσει τα σωστά περιοδικά μόδας και του ορθού σωματότυπου. Και η Ελένα πλέον τα είχε όλα και ήταν ξανά ενθουσιασμένη.

2014

Η Ελένα ήταν πλέον 17 χρονών και έφτανε στο τέλος της δευτέρας Λυκείου. Το σχολείο είχε αρχίσει να γίνεται απαιτητικό εν όψει των Πανελληνίων εξετάσεων και όλοι έπρεπε σιγά σιγά να αποφασίσουν τι δρόμο θα ακολουθήσουν. Η Ελένα δεν χρειαζόταν να επιλέξει, ήξερε ότι στη ζωή της της αξίζουν όλα, όλα, τα πάντα. Όλα φτιάχτηκαν για εκείνη, όλα ήταν δικά της. Και ο καιρός θα τα 'φερνε για να τ' αποκτήσει. Όσα σημάδια κι αν χρειαζόταν να αποκτήσει ακόμα, όσο κι αν ανάλωνε το σώμα και την ψυχή της στον πόνο, στο τσιγάρο, στο βίαιο σεξ της αγάπης, στο αλκοόλ, στα ξενύχτια που δεν καταλήγουν ποτέ σπίτι της, στο μωβ βερνίκι με τα πολύπλοκα σχέδια και στο να αγνοεί τα βιβλία, τους ανθρώπους, τα χέρια που της δίνονται, τα οποία υποβαθμίζουν το "είναι" της, ήξερε πως θα μπορούσε να τα υποστεί όλα απ' την αρχή, ώστε η ζωή να της τα φέρει ξανά όπως τα θέλει. Και αυτό, που πάντα η Ελένα θέλει, είναι να ξέρουν οι πάντες πως είναι η καλύτερη μαθήτρια της Δασκάλας της.

Μόλις μπήκε το καλοκαίρι και ο ελεύθερος χρόνος της Ελένας, αυτός που μπορούσε να της προσφέρει την αιωνιότητα του να περιστρέφεται και να περιστρέφεται όλη την ώρα και να χορεύει μπροστά απ' τον καθρέφτη, μπροστά απ' τις βιτρίνες, μπροστά απ' το πλήθος, ελαττώθηκε δραματικά λόγω των φροντιστηρίων για τις Πανελλαδικές, η Ελένα είχε για πρώτη φορά τη ζωή της στιγμές αποκομμένες από τη Δασκάλα, το χορό, τον Αρτέμη, τα κατώτερα κορίτσια και τον καθρέφτη. Για να αποφύγει την εστίαση στο διάβασμα, έτσι όπως στεκόταν απάνω απ' το βιβλίο και κοιτούσε το καλλωπισμένο βερνίκι στα νύχια της, άρχισε να σκέφτεται με ανεξάρτητο από το μάθημα της Δασκάλας νου. Σκέφτηκε το χορό, σκέφτηκε τον καθρέφτη. Σκέφτηκε πως θα προτιμούσε ίσως να είχε ξεκινήσει οριεντάλ ή χιπ χοπ ή ακόμα και κλακέτες. Σκέφτηκε πως η χίπικη φούστα της Μαριάννας στο Λύκειο δεν θα πίεζε τα πόδια της και την κοιλιά της όπως τα στενά ψηλοκάβαλα τζιν που φοράει. Σκέφτηκε πως η Χριστίνα δεν χρειάζεται να χτενίζει τα μαλλιά της, εφόσον τα έχει ξυρίσει και σκέφτηκε και πως ο Μάνος της έκανε πάρτι-έκπληξη στην αυλή του σχολείου με τούρτα παγωτό και ένα κρεμαστό. Σκέφτηκε πως πρόσεχε τη γωνία της στο σχολείο όσο βρισκόταν εκεί και την κρατούσε καθαρή, όμως ποιος ξέρει; Ίσως πριν το διάλειμμα ή το βράδυ να είχε μπει κανένα σκυλί μέσα και να την είχε κατουρήσει, ή να είχε κουτσουλήσει κανένα σπουργίτι, και να έπεφταν έντομα και σκόνη απ' τα φύλλα των δέντρων. Σκέφτηκε τα αυτοκόλλητα.

Όταν συνήλθε και επανέφερε τη συγκέντρωσή της, πετάχτηκε απ' την καρέκλα αφού παρατήρησε πως είχε με τα δόντια της ξύσει το βερνίκι από τρία από τα νύχια του ενός χεριού της. Τραντάχτηκε, οι παλμοί της αυξήθηκαν και την κυρίευσε ένα κύμα από στρες και αγωνία. Η Ελένα ποτέ δεν τρώει τα νύχια της, πρέπει να είναι καλοφτιαγμένα και βαμμένα στην εντέλεια, σαν τα ανώτερα κορίτσια, τα κορίτσια του περιοδικού. Όπως θα την ήθελε και ο Αρτέμης. Όπως θα την ήθελε και η Δασκάλα. Όπως θα την ήθελε και ο καθρέφτης για το χορό. Εκείνη τη στιγμή, η Ελένα ένιωσε ανίκανη να ακολουθήσει οποιαδήποτε κατάλληλη οδηγία για την σωστή αντιμετώπιση από αυτά τα όντα, για την αντιμετώπιση που της αρμόζει. Έπρεπε να ξεβάψει όλα τα νύχια και να τα βάψει από την αρχή, ίσως και να κόψει και να λιμάρει τις άκριες, μιας και τις είχε φθείρει λίγο με τα δόντια. Η Ελένα ένιωσε βρώμικη, ακατάστατη, ατημέλητη, αδέξια. Το τοξικό μίσος που έκανε στροφές στο στομάχι της, άρχισε να εναντιώνεται στον εαυτό της και να την πληγώνει από μέσα.

Εκείνο το λεπτό, συνειδητοποίησε ποιο ήταν το λάθος που είχε κάνει. Είχε αρχίσει να θαυμάζει τον Αρτέμη και να του φέρεται όπως κανονικά υποτίθεται πως θα έπρεπε να της είχε φερθεί εκείνος. Τον έβλεπε από χαμηλά, τον είχε ανάγκη, τον θαύμαζε. Ο ύψιστος κόσμος που έπρεπε εκείνος να εκτιμάει σε αυτήν είχε τώρα μετατοπιστεί στην παρουσία του και εκείνη ήταν η λάτρης. Η Ελένα αναρωτήθηκε εάν αυτό ήταν η αιτία που η Δασκάλα της την εγκατέλειψε ελαφρώς και την αντικατέστησε με ένα σωρό άλλους μαθητές, μέχρι να βρει καινούριο κορυφαίο ακόλουθο. Όχι. Δεν έπρεπε να συμβεί έτσι. Δεν έπρεπε να κάνει αυτό το λάθος. Τόσο καιρό νόμιζε πως κάτι πήγαινε στραβά με εκείνη, ενώ η πραγματική αιτία ήταν ότι ανέβασε τον Αρτέμη πιο ψηλά από τον εαυτό της. Τώρα ήταν έτοιμη να μετατοπίσει ξανά αυτήν την αξία. Τώρα ήταν αποφασισμένη. Θα γινόταν μια σωστή γυναίκα, μια αγωνίστρια. Και τίποτα απ' όσα της είχε μάθει ο Αρτέμης δεν θα ήταν πλέον ορθά. Πώς μπόρεσε να της το κάνει αυτό;

Στην τρίτη Λυκείου, τη χρονιά των Πανελλαδικών, η Ελένα ήταν βέβαιη πως είχε βρει τον εαυτό της. Το μίσος της για τον Αρτέμη είχε χτυπήσει κόκκινο και τα σημάδια πάνω της το αποδείκνυαν. Κρατούσε πάντοτε τα σημάδια για να θυμάται το μίσος. Ο Αρτέμης ήταν όμως κομμάτι της ζωής της, ήταν ο παρτενέρ της. Δεν θα μπορούσε να τον αφήσει. Άλλωστε, είχε ανάγκη πλέον τα σημάδια για να μπορεί να αναγνωρίζει τον εαυτό της. Χωρίς αυτά, το σώμα της ήταν κάτι ξένο. Μα είχαν περάσει σχεδόν πέντε χρόνια απ' την τελευταία φορά που είχε δει το σώμα της χωρίς αυτά. Άλλωστε, τώρα που όλα τα κατώτερα κορίτσια, όπως και η Χριστίνα, ολοκλήρωναν τις σχέσεις τους με τους δικούς τους παρτενέρ, εκείνη είχε να αποδείξει ότι αυτό το στάδιο το είχε περάσει πολύ πριν. Τα σημάδια της θύμιζαν ποια είναι. Ο Αρτέμης ήταν ο μισός της εαυτός και παραπάνω. Το μίσος έκανε την καρδιά της να πάλλεται ακόμα. Και η ζωή για άλλη μια φορά επιβαλλόταν να τα φέρει όπως πρέπει.
Η χρονιά αυτή ήταν πνιγμένη σε εντάσεις ανάμεσα στην κοινή ζωή και το περιθώριο. Η Ελένα προσάρμοζε τις λέξεις που έμαθε απ' τον Αρτέμη σε ένα αντίθετο δικό της ρεύμα που είχε μόλις ξυπνήσει μπροστά στα μάτια της. Οι λέξεις που είχε μάθει μεταλλάχτηκαν σε μαφία, αντιφασισμός, τοξικοεξαρτημένος, νεοφεμινισμός, τρομοκρατία, μηδενισμός, νεοαναρχικός, μολότοφ, φυλακές τύπου Γ', αλληλεγγύη, αντάρτες, βενζίνη, κρεμάλα, ρεφορμισμός. Για να κερδίσει πίσω τα τα βήματα που είχε χάσει και το σταθερό της έδαφος, έπρεπε να αντιπαρατεθεί με την ζωή και τις λέξεις του Αρτέμη, όμως παράλληλα να κρατήσει απόσταση και από τα κανονικά παιδιά που μιλούσαν πάντα για ποδόσφαιρο και έρωτες και από τα λιγότερο λαμπερά πετράδια των γωνιών που μιλούσαν και μιλάνε ακόμα για το καλοκαίρι και τα παγωτά που θα φάνε. Η Ελένα βρισκόταν σε διαδηλώσεις, σε ίντριγκες, σε αντιπαραθέσεις στις καταλήψεις του σχολείου, σε μπάχαλα, στη φωτιά. Ήταν το κάτι άλλο. Μια ολοκαίνουρια ζωή μόνο για εκείνη. Η ζωή που της άξιζε. Πολλοί άρχισαν να την θαυμάζουν για τις λέξεις που πρόφερε και να την πλησιάζουν με διάφορους τρόπους. Ήταν ξανά στην κορυφή!

Καθώς ο Αρτέμης δεν ήταν στην καθημερινότητά της πια, λόγω των πολλών ωρών που αφιέρωνε στην καριέρα του, η Ελένα περνούσε τα βράδια της χαρίζοντας καινούρια, φρέσκα σημάδια στο σώμα της. Κάποτε βρέθηκε και ένα αγόρι μέσα από μια διαδήλωση που την πλησίασε όπως πλησίαζε και ο Μάνος τη Χριστίνα, όμως εκείνος δεν είχε να της προσφέρει σημάδια και τον απώθησε απευθείας. Έπαιρνε μάλιστα μέρος και σε δυναμικές δράσεις αλληλεγγύης και συντροφικότητας και διάβαζε συνέχεια κείμενα που ενίσχυαν τις λέξεις που γνώριζε για τον νέο της εαυτό, όχι όχι, τον πραγματικό της εαυτό, αυτόν που έπρεπε πάντοτε να κατέχει. Κείμενα δικά της βέβαια δεν έγραψε ποτέ, διότι δεν ήξερε τι να πει και δεν ήταν δα και για εκείνη τα γράμματα, όπως και το σχολείο, την υποβάθμιζαν και εκείνη ήξερε καλύτερα. Το περιθώριο στην νέα τάξη πραγμάτων είχε χωριστεί σε δυο πόλους, τον αυθεντικό πόλο του ανεπιθύμητου αλλά λαμπρού περιθωρίου των σκονισμένων πετραδιών και τον πλαστό πόλο του επιθυμητού, πολλά υποσχόμενου περιθωρίου που είχε τις ρίζες του στα μαθήματα της Δασκάλας της Ελένας. Η Ελένα μετά χαράς πήδησε στον δεύτερο πόλο, που της άρμοζε και γνώριζε πως θα έλαμπε εκεί μέσα περισσότερο απ' όλους, καθώς τώρα που βρήκε το δρόμο της θα ανέβαινε πάλι στην κορυφή των προτιμήσεων της Δασκάλας.

2016

Η Ελένα δεν πέρασε στο Πανεπιστήμιο. Δεν πέρασε για την ακρίβεια σε καμία σχολή, μιας και τα μόρια δεν έφταναν για να της πουν ποια θα είναι. Μόνη της γνώριζε αρκετά καλά. Μετακόμισε στην Αθήνα για να σπουδάσει σε μια ιδιωτική σχολή που την έστειλαν οι γονείς της, μιας και η ζωή ήταν δεσμευμένη να τα φέρνει έτσι στην Ελένα, ώστε όλα να της πάνε καλά και να μην την υποβαθμίζουν. Στο αμφιθέατρο, τα άλλα κορίτσια δεν της μιλούσαν, μιας και βρισκόταν πάλι ανάμεσα στους κατώτερους και ένιωθε ξένη. Δυναμική ξένη, όμως. Απ' αυτές που ξέρουν ότι σε λίγο καιρό θα κατέχουν ολόκληρη την περιοχή και θα ναι υπ' ευθύνη τους. Γι' αυτό η Ελένα δεν ανησυχούσε. Ήταν εντάξει και είχε μάθει να περιμένει τη ζωή να της τα φέρει. Εκτός απ' αυτό, είχε και κάτι πολύ δυνατό πάνω της: το μίσος και το τίποτα. Τον ασταμάτητο θυμό και το μηδέν. Δεν είχε τίποτε να χάσει, διότι όλα, μα όλα ήταν δικά της. Ακόμη και οι ανταγωνιστές της, ήταν δικοί της, οπότε ό,τι και να της έπαιρναν, πάλι δικό της θα κατέληγε.

Στα Εξάρχεια, συμμετείχε με την παρουσία της σε καταλήψεις, σε δράσεις, σε παρέες. Παρόλο που πλέον είχε απομακρύνει από τη ζωή της τον Αρτέμη, μιας και δεν της φτάναν πια τα σημάδια που της άφηνε, το τσιγάρο και η συνήθεια του να υπάρχει εκείνος γύρω της δεν μπορούσε να τα αποχωριστεί. Για να κάνει μάλιστα πιο έντονη την παρουσία και την επιρροή του, έπινε πολύ χόρτο, περισσότερο αλκοόλ και εκπαιδευόταν στο να πετάει βόμβες φωτιάς και πέτρες. Η Ελένα ήταν χαρούμεη, ευτυχισμένη. Τα άτομα που την περιτριγύριζαν τη λάτρευαν και όλοι ήθελαν να έχουν ένα κομμάτι της, να αφήσουν ένα σημάδι πάνω της. Η Ελένα δεν άντεχε να την υποβαθμίζουν, όμως δεν μπορούσε πραγματικά να ζήσει χωρίς την υποβάθμισή της. Όμως η αντιπαράθεση σε καθετί που καταπιέζει, είναι must. Το φώναζε το μίσος που είχε μέσα της. Ο σεξισμός και τα κοινωνικά πρότυπα έπρεπε να καταπατηθούν και να θαφτούν βαθιά στο χώμα, όπου ανήκουν οι ρίζες. Όμως το ντύσιμο και η εμφάνιση των κοριτσιών στα περιοδικά μαζί με τα βήματα του χορού της Δασκάλας ήταν επίσης απαραίτητα και ισάξια με το οξυγόνο. Η πατριαρχία, η βία και η σιωπή έπρεπε να πεθάνουν. Όμως τα σημάδια ήταν ζωτικής σημασίας.

Η Ελένα είναι χαρούμενη. Η Ελένα ξέρει πλέον τον εαυτό της και βρίσκει σιγά σιγά το δρόμο της. Η Ελένα είναι υπερήφανη! Και η Δασκάλα επίσης. Κανείς δεν μπορεί πια να της στερήσει την λαμπερή της γωνία. Τίποτα δεν μπορεί να της προκαλέσει πια το στρες που έκανε τα νύχια της να ξεβάψουν. Κανείς δεν θα τολμήσει ποτέ να την κάνει να αμφισβητήσει το τέλος της υποβάθμισής της. Και κανείς δεν θα πάρει ποτέ τη θέση του Αρτέμη στην καρδιά της, εάν δεν της αφήνει τα σημάδια που της αξίζουν. 


2030

Πέρασα από το παλιό μου σπίτι στα Εξάρχεια. Στον τοίχο δίπλα απ' την πόρτα μια Ελένα το 2016 είχε γράψει "Ίδια είναι τα αφεντικά, δεξιά κι αριστερά." Και προς τιμήν της δικής μου σκονισμένης γωνιάς στο σχολείο, έγραψα χωρίς να με νοιάζει αν με κοιτούν "Ακόμα και στην Αναρχία βρίσκω ανθρώπους με εξουσία. Δεν ανήκω πουθενά."      


-Δον Ψυχώτης

30.5.16

αμυγδαλιά

Αμυγδαλιά που ντύθηκες
απόψε στα καλά σου
και στων μεγάλων τη γιορτή
σαν κοριτσιού το κομφετί
σκορπίζεις τη χαρά σου

Είδες και δε θυμήθηκες
δυο μάτια κουρασμένα
πως η ποδιά σου η λευκή
είχε μια θέση μαλακή
κάποτε και για μένα.

-ψ.ψ.

20.5.16

άνθος αραβοσίτου

Καθόμουνα δίπλα στην Ελένη. Εκείνη ήθελε να χωρίζουμε το θρανίο στη μέση, να 'χουμε τη μεριά μου και τη μεριά της, και να μην τα μπλέχνουμε. Γιατί, άμα, λέει, περάσω τη μεριά της, θα κάνει το χέρι μου κόκκινο. Εγώ ούτε δέχθηκα μα ούτε κι αρνήθηκα. Η Ελένη ζωγράφισε μια χοντροκομμένη γραμμή στο θρανίο και έγραψε με τεράστια γράμματα στη μεριά της ΕΛΕΝΗ με καρδούλες. Για μένα αυτά δεν σημαίνανε τίποτα, κι ήξερα πως δεν θα τολμούσε να μ' αγγίζει αν -δήθεν- παραβίαζα τον κανόνα της. Στοίχιζε την γόμα, την ξύστρα και το μολύβι της πάνω δεξιά στη μεριά της. Στοίχιζε και το βιβλίο. Είχε και τέσσερις μαρκαδόρους σε διαφορετικά χρώματα, για να υπογραμμίζει. Κάθε σειρά στο βιβλίο με διαφορετικό χρώμα- κι ούτε που τις κοίταζε ποτέ. Η πλευρά μου ήτανε πιο φτωχή. Δηλαδή, ήτανε όση χρειαζόταν να είναι. Το μολύβι μου κι η γόμα μου. Και το βιβλίο. Τέλος. Η Ελένη κορόιδευε. Δεν είχε, λέει, η μαμά μου λεφτά. Γι' αυτό φοράω μόνο κορδέλες και δεν κουρεύομαι. Γι' αυτό δεν έχω μαρκαδόρους και ξύστρες. Επειδή δεν έχει λεφτά η μαμά μου. Εγώ δεν συμφωνούσα ούτε διαφωνούσα. Ήξερα, βέβαια. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, αν απαντούσα, θα παραδεχόμουν την ήττα μου. Στα μάτια της, δηλαδή. 

Η δασκάλα, χαμπάρι. Ρωτούσε για τον Διόνυσο και τον Ποσειδώνα. Τα αγόρια παίζαν ποδόσφαιρο, τα κορίτσια βόλει κι εγώ καθόμουν δίπλα στο παράθυρο και τους χάζευα γιατί "είχα πονόκοιλο". Κάθε Παρασκευή μας έδινε έναν μαθηματικό γρίφο να τον λύσουμε ως την Δευτέρα, και τότε γινόμουν χαρούμενη. Σκαρφάλωνα στο κρεβάτι μου και σκεφτόμουν το γρίφο ως να κλείσουν τα μάτια μου. Στους χειρότερους εφιάλτες, η Ελένη με κυνηγούσε με ένα τεράστιο μαρκαδόρο για να με υπογραμμίσει. Δεν έτρωγα γλειφιτζούρια και μαλλί της γριάς, και το χειρότερο δώρο ήταν τα ρούχα- το καλύτερο οι κούκλες. Και οι μπάλες. Οι μπάλες είχαν τέλειο ήχο όταν τις κλωτσούσες. Ή τις πετούσες με τα χέρια. Είχα μια συλλογή κορδέλες. Το χειρότερο χρώμα ήταν το ροζ, το αγαπημένο άλλαζε από εποχή σ' εποχή. Με κορίτσια δεν έπαιζα γιατί ήμουν αγοροκόριτσο και με αγόρια δεν έπαιζα γιατί ήμουν κορίτσι. Μια φορά η Ελένη ήρθε στο σχολείο βαμμένη. Με μέικ- απ και τέτοια. Γελάσαν όλοι. Εκείνη έβαλε τα κλάμματα και μας είπε πως δεν έχουμε ιδέα από μόδα. Η χειρότερη λέξη ήταν η μόδα. Η καλύτερη, η "βαρκατρουλοπετρολινοτσοκαρεκλοποδαριά". Επειδή ήταν τεράστια· κι επειδή δεν σήμαινε τίποτα. 

Τραγουδούσα. Στο δωμάτιό μου και στον δρόμο κι όποτε είχα τα κότσια. Ποτέ μπροστά σ' άλλους. Μόνο στη Μουσική, στο σχολείο- τότε το φχαριστιόμουν που τραγουδούσα όσο δυνατά μου 'κανε κέφι. Φορές- φορές η δασκάλα σταματούσε απότομα να παίζει για να δει ποιος ειν΄ αυτός ο κατεργάρης που τραγουδάει τόσο δυνατά και χαλάει τη μελωδία· το 'χα όμως μάθει και φρόντιζα να χαμηλώνω τον τόνο της φωνής μου όταν χρειαζόταν. Οι τοίχοι στο σπίτι λες κι ήταν χάρτινοι· η μάνα μου μ' άκουγε πάντοτε· χωρίς ποτέ να τ' αποκαλύψει. Ήξερε, βέβαια, την ντροπή μου. 

Μ' άρεσε ένα αγόρι, τον έβλεπα κάθε πρωί να περνά απ' το σπίτι, πηγαίναμε σε διαφορετικά σχολεία κι όμως οι δρόμοι μας διασταυρώνονταν. Θα 'τανε ένα-δυο χρόνια μεγαλύτερος. Δε μιλήσαμε ποτέ μα ούτε που μ' ένοιαξε· έφταν' ο ενθουσιασμός αυτής της μηδαμινής, μα καθημερινής μας συνάντησης. Στα καλύτερα όνειρα, παίζαμε μπάσκετ και νικούσα στα καλάθια. Πλέον, θυμάμαι μόνο τ' αθλητικά του κι αυτήν τη μπάλα που στερέωνε κάτω απ' το μπράτσο του τις μέρες με ήλιο. Όχι το πρόσωπο. Ποτέ το πρόσωπο. 

Είχα φίλους όλα τ' αδέσποτα -σκυλιά, γατιά- της γειτονιάς, ποτέ όμως δεν τόλμησα όμως να ζητήσω να φέρουμ' ένα στο σπίτι. Μια φορά μονάχα είχαμ' ανεβεί ως το μπαλκόνι μου με τη Νόρα -τ' αγαπημένο μου γατί- για να της δείξω, λέει, την θέα. Μ' έπιασ' η μάνα μου στα πράσα και με κάθισε μια ώρα στον καναπέ, αυτή να ψέλνει πως "δεν μπορούμε να θρέψουμε ένα ακόμα ζωντανό σ' αυτό το σπίτι" κι εγώ, με πείσμα, να επιμένω, με μόνο επιχείρημα το κλάμα μου, πως έχω ανάγκη έναν φίλο. Έπαιξα και το θέατρό μου· καμωνόμουνα επιδεικτικά, μπροστά της, πως έχω φανταστική φίλη· πως κάνουμε τα πάντα μαζί και τα συναφή. Τίποτα η μάνα μου. Μόνο που την εκνεύριζε το πείσμα· κατά τ' άλλα, ήξερε την πονηράδα μου. 

Έκλαιγα, ναι, 'ντάξει. Όχι όσο τώρα. Έκλαιγα πιο λίγο. Κι όταν έκλαιγα, γευόμουνα τα δάκρυα με τη γλώσσα και μου 'φτιαχνε η διάθεση. Ύστερα ξάπλωνα στο κρεβάτι και με 'παιρνε ο ύπνος ανάλαφρα. Αν φοβόμουν, κρυβόμουν πίσω απ' τις κουρτίνες· κι όταν, κάποτε, πέτυχα καταλάθος μια σκηνή με σεξ στην τηλεόραση, έτρεξα κάτω απ' το τραπέζι της κουζίνας πανικόβλητη και ντροπιασμένη. Τα μάγουλά μου δεν κοκκινίζανε μα ένιωθα την μύτη μου να τσούζει πολύ εύκολα. 

Κι αν τώρα, κάπου- κάπου, ξυπνήσω μες στη νύχτα ιδρωμένη και τρομαγμένη, θα 'ναι ένα απ' αυτά τα περίεργα όνειρα· πως χάνω το δρόμο για το σχολείο και δεν μπορώ πια να γυρίσω στο σπίτι· πως ανοίγω την πόρτα του δωματίου μου κι είναι γεμάτη με τρομακτικούς ψηλούς κυρίους με μακριά μούσια· ή πως η μαμά μου κάνει συμφωνία με τη μαμά της Ελένης κι ανταλλάζουνε τα ρούχα μας, κι εγώ είμαι καταδικασμένη να φοράω για πάντα τα φούξια φουστανάκια της.. 
  
Τότε, αν πλησιάσω στον νιπτήρα του μπάνιο για να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου, μ' έκπληξη θ' αντιληφθώ πως δεν χρειάζεται πια να πατώ στις μύτες για να δω στον καθρέπτη ολόκληρο το πρόσωπό μου. 

-thakrya

11.5.16

η Τζένη η Στουθοκάμηλος και ο Τσιλιφούρφουρος


Αγαπητή μου Ζηνοβία (ή αλλιώς Τζένη), 
Σου γράφω από το φτωχικό μου στους πρόποδες της οροσειράς του βασιλείου μας. Αυτή τη στιγμή μοναδική μου συντροφιά είναι το κόκκινο κρασί. Αν και βαρύς χειμώνας, έχω ένα καντήλι να με ζεσταίνει. Μπροστά όμως στην φλόγα του έρωτά μας, τι να κάνει η φωτιά ενός καντηλιού; Και ολόκληρο το βασίλειο να καίγαμε (παρέα) πάλι οι φωτιές από τα πυρωμένα ανάκτορα και τις οικίες των ευγενών δεν θα επισκίαζαν την φλόγα των δυνατών συναισθημάτων που τρέφουμε ο ένας για τον άλλον. Αχ γλυκιά μου, πάμε έστω για μια τελευταία φορά να ληστέψουμε τον βασιλιά, να ντυθούμε ευγενείς και να καταστρέψουμε μεθυσμένοι το πάρτυ της βασίλισσας, να ελευθερώσουμε όλα τα άλογα των ιπποτών, και αν αυτά σου φαίνονται πλέον επικίνδυνα, τουλάχιστον ας βρεθούμε απλά. Να κοιταχτούμε στα μάτια μονάχα. Να συγκρατήσουμε το πάθος μας. Οι έρωτες δεν ευδοκιμούν στην εποχή των ιπποτών, καλή μου. Αν θες να με δεις, ραντεβού (στα κρυφά) την τελευταία μέρα του μηνός που διανύουμε, στο πηγάδι του χωριού. 
Ο Τσιλιφούρφουρος που σ'αγαπά (πολύ) και σε χαιρετά τηλεπαθητικά με ένα φιλί στο μέτωπο.
Στις φυλακές του βασιλείου, σε ένα απομονωμένο και σκοτεινό κελί βρίσκεται η Τζένη. Βγαίνει απ' αυτό μονάχα τα μεσημέρια, για να οργώσει τα χωράφια του βασιλιά. Ο βασιλιάς καλλιεργεί πολλές μαργαρίτες. Κάθε μέρα προσφέρει στην αγαπημένη του, την βασίλισσα, και ένα μεγαλοπρεπές μπουκέτο από αυτές τυλιγμένο επιμελώς με φύλλα χρυσού. Η Τζένη έλαβε το γράμμα του Τσιλιφούρφουρου στα μέσα του μήνα, ένα συννεφιασμένο πρωινό. Τις το έφεραν οι φύλακες. Αμέσως αποφάσισε να πάει να τον συναντήσει, ακόμη και αν γι'αυτό θυσίαζε την ζωή της. Μόνο που 'ξερε πολύ καλά πως από την στιγμή που θα συναντιόντουσαν, δεν θα αρκούνταν μόνο στα μάτια.

Εκείνο το πρωινό βρισκόταν στα χωράφια και καλλιεργούσε τις μαργαρίτες, οι οποίες όπως πάντα της έπιασαν την κουβέντα.

-Τι έχεις σήμερα, Τζενούλα; την ρώτησε η Τασία, η πιο όμορφη μαργαρίτα.
-Τίποτα, απάντησε δήθεν αφηρημένα η Τζένη. Δεν είχε καμία όρεξη να μιλήσει στις μαργαρίτες, πόσο μάλλον στην Τασία, που 'ναι γνωστή σ'όλο το βασίλειο για τον θαυμασμό που τρέφει η ίδια για την ομορφιά της.
-Μη μου λες τίποτα εμένα. Καταλαβαίνω την ψυχή του ανθρώπου εγώ. Λουλούδι είμαι, και μάλιστα πολύ όμορφο, αν δεν το έχεις προσέξει (που αποκλείεται, αλλά λέμε τώρα). 
-Δεν έχω κάτι,ειλικρινά, είπε η Τζένη και όπως έκανε να σκύψει για να πιάσει με τα φτερά της την αξίνα,της έπεσε το γράμμα του Τσιλιφούρφουρου.
-Αμάν, τι' ν τούτο; Πες! Πες! Γράμμα από τον καλό σου;

Η Τζένη ήταν πολύ καχύποπτη με την Τασία, καθώς ήξερε τις στενές σχέσεις που είχε με το βασιλικό ζεύγος.

-Γράμμα από την αδελφή μου είναι. Είναι άρρωστη. Πρέπει να την επισκεφτώ, αλλά ο βασιλιάς δεν θα με αφήσει.
-Μμμμ, από την αδελφή σου; Την όμορφη;
-Ναι.
-Αχ, η καημενούλα! Οι αρρώστιες πάντα μας κατακρεουργούν, εμάς τις όμορφες. Είναι η κατάρα μας. Κατάλαβες, Ζηνοβία μου; Ο Θεός μας χαρίζει το δώρο της απόλυτης ομορφιάς και μετά μας το ζητάει πίσω με τον πιο πικρό και σκληρό τρόπο.

Η Τασία είχε παραδοθεί σε ένα παραλήρημα για την ομορφιά, όπως ακριβώς περίμενε η Τζένη. Έτσι, θα μπορούσε να συνεχίσει ανενόχλητη τις δουλείες της, χωρίς να είναι αναγκασμένη να απαντά στις ερωτήσεις της μαργαρίτας.

 Στο τέλος της ημέρας (και ενώ η Τασία εξακολουθούσε να εγκωμιάζει την ομορφιά της και να κλαίει για την κατάρα αυτή), η Τζένη επέστρεψε στο κελί της, όπου θα έγραφε στον αγαπημένο της.

Τσιλιφούρφουρε μου,
Βρίσκομαι στο υπόγειο των φυλακών. Εμένα με πιάσανε. Εσύ κατάφερες να τους ξεγελάσεις. Δεν σου κρατώ κακία, φυσικά. Ούτε ζηλεύω την ελευθερία σου. Και εσύ ο ίδιος ξέρεις πολύ καλά πως αν δεν τα καταστρέψουμε όλα, δεν θα είμαστε ελεύθεροι. Δεν είσαι ούτε εσύ ελεύθερος, λοιπόν. Ελεύθερα είναι μόνο τα παιδιά. Και όχι όλα απ' αυτά. Μόνο εκείνα που περπατάνε ξυπόλυτα στα χωράφια, παίζοντας με ξύλινα σπαθιά, μέχρι το βράδυ, που βγάζουν την γλώσσα στους γονείς και δεν γυρνάνε σπίτι, αλλά κοιτούν τα αστέρια. Για την ελευθερία όσων την αξίζουν επιθυμώ να παλέψω, για τους εύφλεκτους. Όχι μόνη, όμως. Μαζί σου αισθάνομαι πως μπορούμε να τα καταφέρουμε. Ραντεβού την τελευταία μέρα του μήνα. 
Σ'αγαπώ, 
Ζηνοβία

Προτελευταία μέρα του μήνα. Χωράφια Βασιλιά.

Η Ζηνοβία ήταν πλέον αποφασισμένη. Ένιωθε δυνατή και αυτό φαινόταν στα μάτια της. Τα μάτια της αισθάνονταν. Και δεν απέπνεαν οργή, θλίψη ή φόβο, όπως παλιά, αλλά δύναμη και αποφασιστικότητα. Προσπαθούσε, παρ' όλα αυτά να φαίνεται φυσιολογική  και να συνεχίσει το όργωμα των χωραφιών σαν μην πρόκειται να αλλάξει τίποτα, σαν να είναι μια μέρα όπως οι υπόλοιπες. Εκεί που έσκυβε να μαζέψει τα αγριόχορτα συνάντησε τον Ερνέστο,το αγριόχορτο που συνήθιζαν να μιλάνε και ήταν το μόνο που την συμπονούσε. Ήταν το μόνο που δεν μάζευε. Ο Ερνέστο παλιά είχε αποπειραθεί να σκοτώσει τον βασιλιά την ημέρα του γάμου της πριγκίπισσας. Δυστυχώς, όμως, οι σύντροφοί του τον πρόδωσαν και αποκάλυψαν τα πάντα στο παλάτι. Ο βασιλιάς μετέτρεψε τον Ερνέστο σε αγριόχορτο, ενώ οι σύντροφοί του, πλέον, είναι ευγενείς.

-Θα φύγω αύριο. Θα συναντήσω τον Τσιλιφούρφορο στο πηγάδι.
-Το 'χω καταλάβει. Να προσέχεις, όμως. Οι μαργαρίτες δεν πρέπει να ξέρουν τίποτα για το σχέδιο σου. Αυτές θα έδιναν τα πάντα για τα διακοσμήσουν το υπνοδωμάτιο της βασίλισσας, της απάντησε ο Ερνέστο.
Δεν ξέρουν τίποτα, μην ανησυχείς.
-Να προσέχεις, στο ξαναλέω. 
-Θα προσέχω.
Δεν συνέχισαν την κουβέντα. Ο Ερνέστο έκανε πως αποκοιμήθηκε, έχοντας στο μυαλό του ότι ίσως να μην την ξαναδεί.

Η τελευταία μέρα του μήνα έφτασε. Στο πηγάδι βρισκόταν ήδη ο Τσιλιφούρφουρος που έπαιζε σκεπτικά με μια πέτρα. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, όταν έφτασε η Ζηνοβία. Ο Τσιλιφούρφουρος της χάιδεψε στοργικά το πρόσωπο και την αγκάλιασε σφιχτά. Η Ζηνοβία απομακρύνθηκε από την αγκαλιά του και του έδωσε ένα μαύρο ξύλινο κουτί.

-Τι είναι αυτό; ρώτησε ο Τσιλιφούρφουρος.
-Είναι τα όπλα μας: ξύλινα σπαθιά, πέτρες, χαρταετοί, καλοκαίρια, πειρατές, και άλλα πολλά. Έχω βάλει και μερικές κατσίκες. 
-Φεύγουμε;
-Τώρα. Πάμε να κάνουμε τους εφιάλτες τους πραγματικότητα.

Έδωσαν ένα φιλί, φόρεσαν τα μαύρα μαντήλια τους, καλύπτοντας έτσι τα πρόσωπα τους, ανέβηκαν πάνω σε δύο κατσίκες και ξεκίνησαν για το βασίλειο, ξέροντας και οι δύο ότι ή θα κέρδιζαν τα πάντα ή δεν θα είχαν πλέον τίποτα.

Είχε πλέον νυχτώσει και ο Τσιλιφούρφουρος με τη Ζηνοβία βρισκόντουσαν έξω από τα βασιλικά ανάκτορα. Άνοιξαν προσεχτικά το κουτί και μια εκτυφλωτική λάμψη πλημμύρισε το βασίλειο. Ο βασιλιάς, η βασίλισσα, οι ευγενείς αμέσως τυφλώθηκαν και κάηκαν ζωντανοί. Η βασιλική φρουρά πήγε να τους επιτεθεί, βγάλαν τα σπαθιά τους, φόρεσαν τις πανοπλίες τους και τρέξαν προς το μέρος τους. Η Ζηνοβία και ο Τσιλιφούρφουρος τους πέταξαν πέτρες, κομματιάζοντας κάποιους από τους φρουρούς. Κράτησαν γερά τα δικά τους σπαθιά, τα ξύλινα, και πάλεψαν με τους υπόλοιπους. Η Ζηνοβία άρχισε να ψαχουλεύει το κουτί και έβγαλε μέσα απ' αυτό τον ήλιο,πετώντας τον όσο πιο ψηλά μπορούσε.Ο ήλιος ανέβηκε στον ουρανό, χαμογέλασε και έκαψε δυνατά, βάζοντας φωτιά σε ό,τι χρειαζόταν. Το παλάτι και τα ανάκτορα έγιναν στάχτη. Τα βασιλικά κτήματα εξαφανίστηκαν (λέγεται μάλιστα πως η Τασία, λίγο πριν πεθάνει, ρωτούσε τους πάντες αν είναι όμορφη -ήθελε να είναι ένα όμορφο καμένο λουλούδι- και ότι ο Ερνέστο κάηκε έχοντας στις ρίζες του, βαθιά, μια φωτογραφία της Ζηνοβίας), οι πιστοί υπήκοοι του βασιλιά κάηκαν κι αυτοί, τα κοσμήματα και το χρυσάφι των πλουσίων έλιωσε, ενώ την ίδια στιγμή πολύχρωμοι χαρταετοί πέταγαν ψηλά, ρίχνοντας πέτρες στους εναπομείναντες κακούς. Στο μεταξύ, οι κατσίκες απελευθέρωσαν τους φίλους της Ζηνοβίας που τους είχε κλείσει ο βασιλιάς στην φυλακή, και αμέσως μετά και τους σκλάβους και τους τρελούς που αναγκάζονταν να μένουν στους υπονόμους.

Είχαν όλα τελειώσει, είχαν γίνει όλα στάχτη. Ακολούθησε μια μεγάλη σιωπή, ο οποία ξαφνικά έσπασε με όσους απέμειναν να ξεκινάνε να παίζουν μουσική και να χορεύουν, δίνοντας ζωή σε ό, τι είχε πια χαθεί.

Η Ζηνοβία και ο Τσιλιφούρφουρος πατούσαν πάνω στις στάχτες του παλατιού. Γέλασαν δυνατά και ξεκίνησαν να παίζουν ποδόσφαιρο με το κρανίο του βασιλιά.

                                                                                     -Αγγέλας