31.5.15

ζωή στην Αθήνα


Ο Θεός είχε κουραστεί. Τόσες μέρες δημιουργούσε. Η θάλασσα, τα βουνά, τα δάση, οι λίμνες, τα ποτάμια, τα ζώα και τα φυτά τον είχαν εξαντλήσει. Επέτρεψε στον εαυτό του να ξεκουραστεί. Ήταν ικανοποιημένος με ό,τι είχε φτιάξει. Ήταν ακριβώς έτσι όπως τα ονειρευόταν.

Έβλεπε όμως πως οι άνθρωποι δεν ήταν ευχαριστημένοι. Βαριόντουσαν. Μια μέρα οι άνθρωποι έστειλαν στον Θεό έναν απεσταλμένο τους. Πρόεδρο τον λέγανε. Ο Πρόεδρος εξέφρασε τα παράπονά του στον Θεό, ο οποίος τα άκουγε προβληματισμένος και ξαφνιασμένος. Πίστευε πως οι άνθρωποι θα ήταν χαρούμενοι με τον κόσμο του, ωστόσο ο Πρόεδρος ήταν απόλυτος και έντονα δυσαρεστημένος. "Βαριόμαστε εδώ! Θέλουμε να μας φτιάξεις κάτι πιο ωραίο." του έλεγε συνέχεια. Ο Θεός έκρυψε την απογοήτευσή του και το πήρε απόφαση να ικανοποιήσει τους ανθρώπους.

Έπιασε αμέσως δουλειά. Δεν έχασε δευτερόλεπτο. Πήρε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι γης και ξερίζωσε μονομιάς όλα τα δέντρα. Στη θέση τους έβαλε κάτι που σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή. Το ονόμασε άσφαλτο.

Έπειτα, αναρωτήθηκε πού θα μένουν οι άνθρωποι. Με μια κίνηση παρέσυρε όλα τα ξύλινα και πέτρινα σπιτάκια που με τόσο κόπο είχε φτιάξει. Στη θέση τους, έχτισε κάτι τεράστια κτήρια μέσα στα οποία θα υπήρχαν μικρά σπιτάκια, τα διαμερίσματα. Τα κτήρια αυτά τα έβαψε γκρι και εξωτερικά ήταν όλα ίδια και απλά. Εσωτερικά ήθελε να χωρέσει όσο το δυνατόν περισσότερα διαμερίσματα. Γι' αυτό έβαλε πολλούς ορόφους και τα έκανε κι αυτά όλα μικρά και ίδια. Δεν είχε χρόνο για να κάνει το καθένα πρωτότυπο και ξεχωριστό. Οι άνθρωποι τον πίεζαν. Τα κτήρια αυτά τα ονόμασε πολυκατοικίες.

Προβληματιζόταν όμως με κάτι έντονα. Με τις αποστάσεις. Το δημιούργημά του ήταν πολύ αχανές και του φαινόντουσαν όλα μακριά. Ήταν όμως εφευρετικός. Έφτιαξε ρομπότ. Τα ρομπότ αυτά θα μετέφεραν τους ανθρώπους από το ένα μέρος στο άλλο. Θα είχαν ένα τιμόνι και ο άνθρωπος θα τα κατεύθυνε όπου ήθελε. Τα είπε αυτοκίνητα.

Στην αρχή όμως, οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να τα βρουν μεταξύ τους και τσακώνονταν για το ποιος θα περάσει πρώτος με το αυτοκίνητό του. Έτσι, ο Θεός έφτιαξε τις πινακίδες. Κάθε μία θα έθετε στους ανθρώπους κι έναν περιορισμό. Μην τρέχεις, μη στρίψεις, σταμάτα, στρίψε αριστερά, εδώ δεξιά, πέρνα πρώτος, πήγαινε με 60 χιλιόμετρα την ώρα κι άλλα πολλά σκέφτηκε ο Θεός. Πλέον υπήρχαν παντού πινακίδες.

Ήθελε όμως να βάλει σε όλα αυτά και κάτι να θυμίζει το παλιό του δημιούργημα. Έβαλε ανάμεσα στους δρόμους λίγα φυτά, ενώ επίσης έφτιαξε σε λίγα τετραγωνικά κι ένα πάρκο. Στο πάρκο αυτό έβαλε δέντρα, γρασίδι και λίγα ζωάκια. Ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που έφτιαξε πολλά τέτοια. Μάλιστα τα μεγαλύτερα τα ονόμασε άλση. Τα άλση έμοιαζαν λίγο με δάση αλλά ευτυχώς ήταν πιο ασφαλή. Με όλα αυτά η προσαρμογή των ανθρώπων θα ήταν πιο εύκολη, ενώ αν ξαφνικά πεθυμούσαν την φύση τα πάρκα θα τους αποζημίωναν.

Οι άνθρωποι που θα μεταφέρονταν στο νέο του δημιούργημα ήταν πάρα πολλοί. Ο Θεός ανησυχούσε αν θα επικρατούσε τάξη και ηρεμία. Για αυτό το λόγο έφτιαξε κάποιος κανόνες, τους νόμους. Οι νόμοι ήταν πολύ ισχυροί και όποιος τους παραβίαζε θα στελνόταν στην άκρη της πόλης, σε ένα κτήριο με πολλά κάγκελα και σιδερένιες πόρτες, που λεγόταν φυλακή.

Η δημιουργία του νέου κόσμου είχε τελειώσει. Ο Θεός πήρε τους ανθρώπους στις χούφτες του (χρειάστηκε να το επαναλάβει κάποιες φορές για να τους μετακινήσει όλους) και τους μετέφερε στη νέα τους κατοικία. Οι άνθρωποι με το που έφτασαν ενθουσιάστηκαν. Ο καθένας πήρε την οικογένειά του και κλείστηκε στο διαμέρισμά του. Σκόρπισαν όλοι τόσο γρήγορα. Ένας μάλιστα έφτιαξε αμέσως και μια συσκευή που την αποκάλεσε τηλεόραση. Ο Θεός δεν κατάλαβε γιατί οι άνθρωποι χάρηκαν τόσο με την τηλεόραση, μάλιστα η διαρρύθμιση των σαλονιών άλλαξε τελείως (κάποιοι χρειάστηκε να βγάλουν την τραπεζαρία τους), προκειμένου να είναι η τηλεόραση στη μέση του σαλονιού.

Ο Θεός προβληματίστηκε. Οι άνθρωποι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους και βλέπανε μόνο τηλεόραση, δε έβγαιναν παρά μόνο στα κλαμπ και στις καφετέριες. Σε αυτά, η μουσική ήταν πολύ δυνατή προκειμένου να μη νιώθουν αμηχανία στη σιωπή, αλλά να μπορούν να κοιτάνε ξέγνοιαστοι τα κινητά τους. Στο Θεό δεν άρεσε πολύ το δημιούργημά του, ωστόσο οι άνθρωποι δε διαμαρτύρονταν. Ούτε όμως εξέφραζαν ευτυχία. Ήταν απαθείς. Σιγά σιγά εξαφάνιζαν κάθε έκφραση από το πρόσωπό τους. Μερικές φορές μόνο ήταν τρομαγμένοι. Η τηλεόραση τους τρομοκρατούσε με τις ειδήσεις που μετέφερε. Ο Θεός πίστευε πως για να μη διαμαρτύρονται λογικά θα είναι χαρούμενοι. Αποφάσισε λοιπόν να τους αφήσει ήσυχους. Αν θέλανε να αλλάξουν κάτι, θα μπορούσαν να το κάνουν μόνοι τους σκέφτηκε.

Μετά από πολύ καιρό καθώς κοίταζε το δημιούργημά του από ψηλά σκέφτηκε πως δεν του είχε δώσει κάποιο όνομα. Αμέσως σκέφτηκε κάτι. Το ονόμασε "Ζωή στην Αθήνα".

                                                     
                                                                                                                                   -Αγγέλας

22.5.15

το καλύτερο παιχνίδι του κόσμου (απαντήσεις εκπομπής 11.05)


Τη Δευτέρα 11.05, την ώρα της εκπομπής, παίξαμε το καλύτερο παιχνίδι του κόσμου, καλώντας όσους "Μάγκες & Κούκλες" ακούγανε, να μας πουν με τι "μοιάζουν" και τι τους θυμίζουν ορισμένοι γνωστοί και "επιφανείς" Έλληνες.
Σήμερα λοιπόν, δημοσιεύουμε ορισμένες (τις περισσότερες) από τις απαντήσεις, οι οποίες είναι ωραίο να υπάρχουν και γραπτά.

(Οι "επιφανείς Έλληνες", είναι οι: Θέμος Αναστασιάδης, Θόδωρας Φορτσάκης,  Ζωή Κωνσταντοπούλου, Άδωνις Γεωργιάδης, Παντελής Παντελίδης και Γιάννης Πρετεντέρης)


Ψηλέας Ψογκ
  • Ο Άδωνις κουδουνίστρα μωρού. Κάπως έτσι μου φαίνεται ότι κάνει και στην πραγματικότητα.
  • Η Ζωή ύαινα (ή και σμέρνα, θα μπορούσε).
  • Ο Θέμος μπιχλιασμένο βρακί (σλιπάκι, όχι μποξεράκι), σε αποχρώσεις κιτρινοπράσινες.
  • Ο Παντελίδης μου θυμίζει ξανά σλιπάκι, απλώς όχι απαραίτητα βρώμικο, άσπρο.
  • Ο Πετεντέρης μου θυμίζει κάτι σαν αυτές τις χρωματιστές φατσούλες που πουλάνε στο κέντρο, που τις πλάθεις με τα χέρια σου όπως θες και έχουν απλώς μάτια και μια τούφα μαλλιά.


Αγγέλας
  • Ακούγεται ΤΕΛΕΙΩΣ άκυρο, το ξέρω,αλλά ασυνείδητα όταν σκέφτομαι τον Αδωνι μου 'ρχεται στο μυαλό η μπλε-κίτρινη σακούλα του ΙΚΕΑ.
  • Ο Φορτσάκης εμένα μου θυμίζει περιστέρι που χέζει στα πιο σατανικά μέρη, πάνω σε μπουφάν, σε παπούτσι ή οπουδήποτε ξέρει πως θα σου καταστρέψει την ημέρα αν χέσει.
  • Ο Παντελίδης είναι προχειροφτιαγμένη αφίσα για καλοκαιρινό πάρτι - greek night της ΔΑΠ σε κάποιο κλαμπ στον Αλιμο ή στη Γλυφάδα, που το διοργανώνει κάποιος Τάκης/ Ντίνος/ Μπέττυ.
  • Ο Θέμος είναι σακούλα ανθρωπόμορφων Κόκο Ποπς τα οποία έχουν κάνει επίτηδες τρυπούλα στο πλάι της σακούλας έτσι ώστε μόλις ανοίγεις το κουτί χύνονται κάτω ΟΛΑ.


Μαρία Β.
  • Ο Θεμος Αναστασιάδης μου θυμίζει μαυρη δερματινη πολυθρόνα που εχει καπως ξεφλουδισει και εχει γινει αηδια από την πολύ χρήση!!

Λυγερή
  • Εμενα ο Θεμος Αναστασιαδης μου θυμιζει μια βρεγμενη τουφα με τριχες στην γωνια του μπανιου.

χαμούρα
  • Ο Άδωνις ειναι ενα μικρο αλλα χοντρο,πλαστικο κιτρινο παπι μπανιερας που το 'χει φαει λιγο ο σκυλος.
  • Ο Θέμος ειναι απο εκεινα τα κομιξ που δινουν δωρο με τις εφημεριδες και υπαρχουν παντα στην τουαλετα για ωρα αναγκης.
  • Η Ζωή ειναι ενας ρινοκερος που τρεχει θυμωμενος σε μια απεραντη κοιλαδα χωρις προορισμο.
  • Ο Παντελιδης αν ηταν μυρωδια θα ηταν οπως οταν ανοιγεις την ντουλαπα με τα παλτα των παππουδων σου.
  • Ο Πρετεντερης ειναι αυτο το παρατημενο παπουτσι που βλεπουμε που και που σε καποια ακρη του δρομου, μονο του, χωρις το ζευγαρι του.

"Δυο Τελείες"
  • Αν ο Άδωνις ηταν πραγμα μου φαινεται οτι θα ηταν η ακιδα του ξυλου που μπαινει ξαφνικα και πρεπει να σκαλισεις το δαχτυλο για να βγει.. τοσο εκνευριστικο.

Νίκος
  • Ο Άδωνις Γεωργιάδης μου θυμίζει σκατά. Επίσης, καρκίνο και από μπρος και από πίσω, που θα συναντηθούν στη μέση.
  • Ο Θέμος θα ήταν η μύγα πάνω στα σκατά του Άδωνι.
  • Η Ζωή είναι υπεράνω σχολιασμών και κρίσεων, είμαστε πολύ "λίγοι" για να την πιάνουμε στο στόμα μας.
  • Ο Πρετεντέρης, κακό καθηγητή σε σχολείο ο οποίος έχει άπειρα κόμπλεξ και η θέση του σίγουρα δεν είναι κοντά σε παιδιά, αλλά είναι εκεί για να μας θυμίζει ότι δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να είναι καλοί, υπάρχουν και ελλατωματικοί χαρακτήρες.

malakas.takis
  • Ο Παντελιδης θυμιζει το απολυτο κλαμενο μουνι. ενα μουνι που σταζει δακρυα χωρις σταματημο και χτυπαει παλαμακια ως ενδειξη δυστυχιας και εγκαταλειψης.
  • Bonus: Αν ο Βαρουφάκης ηταν τραγουδι σιγουρα θα ηταν το "πειραζει που ειμαι μεγαλη φιρμα".

cA.lu
  • Η Ζωή μου θυμίζει άγριο και δυνατό άλογο, που είναι πολύ καλό στους αγώνες και χλιμιντρίζει όλη την ώρα.
  • Ο Θέμος μου θυμίζει κερί αυτιού.
  • Ο Φορτσάκης μου θυμίζει λίγο αυγό και λίγο δεινόσαυρο, αλλά περισσότερο τεράστιο αυγό δεινοσαύρου, στάνταρ πράσινου.
  • Ο Άδωνις μωρό με τεράστια άσπρη πάνα και άσπρο "πράγμα" στο κεφάλι, που όλη μέρα θα είναι ξαπλωμένο ανάσκελα και θα κλαίει κουνώντας τα χέρια και τα πόδια του.
  • Ο Πρετεντέρης μου θυμίζει γκρι κατσαρά μαλιά γιαγιάς, με πολλά ρόλει, που κάθεται όλη μέρα στο μουσταρδί της καναπέ (με λεπτό ύφασμα) και βλέπει τηλεόραση.
  • Ο Παντελίδης θυμίζει κάπως κόκκινο δερμάτινο πολυτελή καναπέ.

thakrya
  • Η Ζωή είναι στρογγυλή εκκλησία, σίγουρα με τρούλο.
  • Ο Θέμος Αναστασιάδης είναι το κουνούπι που έρχεται ΑΚΡΙΒΩΣ λίγο πριν κοιμηθείς, στη φάση μισοξύπνιος - μισοκοιμισμένος, και ζουζουνίζει μες το αυτί σου.
  • Ο Φορτσάκης θα ήτανε αυτό το τάπερ του παγωτού που είναι στη κατάψυξη και το ανοίγεις καμιά φορά όταν είσαι σε απελπισία, αλλά βλέπεις πως έχει κατεψυγμένα φασόλια.
  • Ο Παντελίδης θυμίζει πολύ το κόκκινο fiat punto του 2002. Επίσης, αν ήταν ανέκδοτο, θα ήταν αυτό με τον "πέστο και τον ξαναπέστο" που για κάποιον ανεξήγητο λόγο, όταν ήμασταν Δημοτικό όλοι το λάτρευαν και το έλεγαν συνέχεια σα να μην ξέρουν άλλο ανέκδοτο.

Υ.Γ.: Όποιος θέλει να ακούσει ολόκληρη την εκπομπή, μπορεί να το κάνει από εδώ.

12.5.15

το σταυροδρόμι


Σαν το χωριό μου άφησα πίσω μου και διαβήκα
δρόμο μακρύ, συνάντησα πελώριο σταυροδρόμι
χιλιάδες δρόμοι τέμνονταν με δίχως πινακίδες
μεμιάς αναρωτήθηκα κι αναρωτιέμαι ακόμη

Κάποια απ’ τα μονοπάτια του είχαν για χώμα αγκάθια
και άλλα που στο βάθος τους έλαμπε ένας θρόνος
ήταν σαν πίσσα σκοτεινά και δίπλα σε φαράγγια
και ρώτησα ένα γέροντα που περπατούσε μόνος

Τι ‘ναι γέροντα η ζωή;
Ποια να πάρω διαδρομή;

Κι ο γέρος μού αποκρίθηκε
το βλέμμα του παμπόνηρο
Ανθρώποι δεν τα λεν’ αυτά
πάνε και ρώτα τ’ όνειρο.

Όμως μακρές οι διαδρομές που η ζωή χαράζει
και να διακρίνω αν στ’ όνειρο λήγανε δε μπορούσα
μα εγώ τι φταίω ο μικρός, που πάντα στο χωριό μου
για τ’ όνειρο που ήθελα μονάχα τραγουδούσα;

Εκεί μόλις ξεκίνησα να τραγουδάω στ’ άστρα
αυτά κι εγώ ν’ ακούσουμε ξανά το όνειρό μου
το άκουσε μια μάγισσα που βγήκε από το χώμα
και μου ‘δωσε τη σφαίρα της να πω τον καημό μου

Τι ‘ναι μάγισσα το όνειρο;
Τ’ άστρο το κακόμοιρο;

Κι η σφαίρα μού αποκρίθηκε
Τ’ όνειρο είν’ δικό σου
κανένας άλλος μην στο πει
μονάχα ο εαυτός σου.

Η μάγισσα μού ζήτησε λεφτά κι ευθύς εχάθη
κι απόμεινα σε σύγχυση και δίχως απαντήσεις
σε μία γη ερημική, ξένη και ομιχλώδη
και στο ποτάμι έκατσα, να ψάξω εξηγήσεις

Μες στο νερό αντίκρισα εμένανε τον ίδιο
και έσκυψα κοντύτερα για να μου ψιθυρίσει
πριν μια σειρήνα ποταμού, μισόγυμνη κι ωραία
σπάσει το διάφανο νερό, το είδωλο διαλύσει

Τι 'μαι γω, και πού πάω;
Τι μπορώ και τι ζητάω;

Κι η γοργόνα απάντησε
Τούτο δεν το έχει δει
ανθρώπου μάτι πριν διαβεί
της ζωής τη διαδρομή.
-ψ.ψ.

2.5.15

το γεράκι


Ένα κομμάτι μου είναι ένα γεράκι. Ελεύθερο και ήρεμο, πετάει από πάνω μας. Ανάμεσα στα σύννεφα, μας παρακολουθεί σιωπηλά. Εμένα, εσένα, τα πάντα, την ίδια στιγμή. Από εκεί, βλέπει πράγματα που εγώ δεν μπορώ να δω, ξέρει πράγματα που δεν μπορώ να ξέρω. Αλλά δε θα με αφήσει να μάθω. Βλέπεις, περιμένει το επόμενο λάθος μου για να μου επιτεθεί ξανά με το γαμψό του ράμφος. Υπάρχει όμως κάτι που το γεράκι από εκεί ψηλά δεν μπορεί να διακρίνει.

Τα μάτια σου.

-ψ.ψ.