25.1.15

ο κύριος Κουνουπίδης


Καλησπέρα. Ονομάζομαι κύριος Κουνουπίδης. Σε παρακαλώ, μη γελάς με το όνομα μου. Θα το αλλάξω, αν και η όλη γραφειοκρατία με αποθαρρύνει.

Θέλω να σε γνωρίσω. Βλέπεις δεν είμαι και πολύ κοινωνικός. Βασικά δεν είμαι καθόλου. Νιώθω μοναξιά. Θα 'θελα έναν φίλο.

Πάντα ήθελα, αλλά όλοι με απέφευγαν εξαιτίας της εμφάνισης μου. Δεν έχω τυχαία το όνομα αυτό. Έχω κεφάλι κουνουπιδιού και φύλλα για δάκτυλα, ενώ η μυρωδιά μου παραπέμπει στο φαγητό που οι περισσότεροι μισούν.  Δεν υπήρξα ποτέ φυσιολογικός. Με πληγώνει πολύ αυτό.

Έτσι, είχα ακούσει κατά λάθος άπειρες μαμάδες όταν ήμουν μικρός να αποτρέπουν τα παιδιά τους από το να κάνουν παρέα μαζί μου, καθώς φοβόντουσαν ότι αν μου μιλούσαν, το βράδυ θα μετατρέπονταν σε κουνουπίδια, θα γινόντουσαν σαν κι εμένα. 

Αυτή μου η ιδιομορφία δυσκόλεψε πολύ τη ζωή μου. Ποτέ δεν έκανα παρέα με τους συμμαθητές μου. Ακόμη και οι ίδιοι μου οι γονείς δε μου στάθηκαν ποτέ. Σε πόσους γιατρούς με είχαν πάει,παρουσιάζοντας με ως τη μεγαλύτερη συμφορά της ζωής τους. Μέχρι και απιστία με κουνουπίδι χρεώθηκε η μητέρα μου...

Όταν με καλούσαν στα πάρτι (Μόνο τα ξαδέλφια μου. Σε πάρτι φίλου ή συμμαθητή δεν έχω πάει ποτέ) κανείς δεν μου μιλούσε. Ερχόταν πάντα και η μητέρα μου "σε περίπτωση που χρειαστώ κάτι". Το μόνο που κατάφερνε ήταν να κάνει τα πράγματα χειρότερα λέγοντας μου νευριασμένα πως τα παιδιά με αποφεύγουν εξαιτίας της εμφάνισης και μυρωδιάς μου.

Η μητέρα μου πάντα μου έλεγε να προσέχω. Τις πρώτες φορές δεν έδινα σημασία στα λόγια της. Αναθεώρησα με το που έμπλεξα με μία παρέα χορτοφάγων. Στην αρχή μου φερόντουσαν πολύ τρυφερά. Ανακάλυψα όμως σχετικά γρήγορα τους στόχους τους, όταν με είχαν καλέσει στο σπίτι τους και προσπάθησαν να με φάνε. Ευτυχώς, οι γείτονες άκουσαν τις κραυγές μου και φώναξαν την αστυνομία.Έκτοτε ένας από τους μεγαλύτερους φόβους μου είναι οι χορτοφάγοι.

Έχω ευχηθεί άπειρες φορές να ήμουνα νεκρός. Μετά το ξανασκέφτομαι. Σκέφτομαι πως δεν αξίζει να τα παρατήσω. Αισθάνομαι θυμό. Μακάρι να ήσασταν όλοι σαν κι μένα. Τότε θα καταλαβαίνατε. Ξανασκέφτομαι. Η οργή ξεθυμαίνει. Το παίρνω πίσω.

 Κάποτε, πολύ παλιά, είχα μια φίλη. Ήτανε πολύ μικρότερη από εμένα, πήγαινε νηπιαγωγείο και εγώ στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Πρώτη φορά μιλούσα με κάποιον τόσο μικρότερο μου. Αυτή μου συμπεριφερότανε όπως και στα υπόλοιπα παιδιά, δεν την πείραζε το κεφάλι, τα χέρια μου και η μυρωδιά μου. Παίζαμε, θυμάμαι ατελείωτες ώρες. Ήμουν ευτυχισμένος. Όταν την είχα ρωτήσει  γιατί δεν με απέφευγε όπως τα άλλα παιδιά, απόρησε με την ερώτηση και μου απάντησε πως δε βλέπει κάτι διαφορετικό πάνω μου. Κάποια μέρα μετακόμισε, δεν την ξαναείδα ποτέ. Μου λείπει πολύ.

Δεν έχω κάποιον να πω τι αισθάνομαι. Γι' αυτό σου γράφω τώρα, αν και ξέρω ότι δεν υπάρχεις παρά μόνο στη φαντασία μου. Είσαι η μοναδική μου παρέα. Μόνο σε 'σένα έχω ανοιχτεί τόσο.

Σ' αγαπώ αν και δεν υπάρχεις.

Υ.Γ.
 Αυτό το κείμενο το είχα βρει τσαλακωμένο κάτω από το θρανίο του Κουνουπίδη. Όταν το διάβασα μου είχε κάνει πολύ εντύπωση. Πίστευα πως και ο ίδιος δε θέλει να γνωρίσει άλλα άτομα, καθώς ήταν πολύ απόμακρος και λιγομίλητος. Βέβαια φταίξαμε και εμείς. Κι εγώ.

 Το έχω μετανιώσει που δεν του μίλησα ποτέ και αν γυρνούσα τον χρόνο πίσω σίγουρα θα τον προσέγγιζα. Όταν τελειώσαμε το σχολείο εξαφανίστηκε. Έκτοτε δεν έχει ακούσει κανείς νέα του. Ελπίζω να είναι καλά.


-Αγγέλας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου