9.11.14

η φωνή


«Ποια είναι αυτή ρε γελοίε;» ακούστηκε μια φωνή, η οποία ξύπνησε τον Γιάννη. Ο Γιάννης όμως δεν αντέδρασε. Δεν άνοιξε τα μάτια του, παρόλο που δεν ένιωθε ότι υπάρχει καμιά περίπτωση να τον ξαναπάρει ο ύπνος. Δεν τα άνοιξε παρόλο που ήξερε ότι η φωνή δεν ερχόταν από το κορίτσι που ακόμα κοιμόταν δίπλα του και ότι δεν υπήρχε κανένας άλλος στο δωμάτιο πέρα από αυτούς τους δύο. Φαίνεται δεν είχε περιέργεια να δει από πού ακούστηκε.

Είναι παράξενο, αλλά είχε ξανακούσει την ίδια φωνή λίγες μέρες πριν. Βρισκόταν στο αμφιθέατρο της σχολής του, όπου ο καθηγητής της χημείας μιλούσε επί ώρες για κάτι σχετικό με τα στοιχεία του περιοδικού πίνακα, δεν θυμάται όμως τι ακριβώς. Εκείνη την ώρα, άλλωστε, είναι αμφίβολο  αν είχε παρακολουθήσει για πάνω από τριάντα συνεχόμενα δευτερόλεπτα το μάθημα. Δεν φταίει τόσο, βέβαια, το ότι πάντα είχε μια δυσκολία στην κατανόηση της χημείας, ούτε το ότι δεν έχει πολυ-ανοίξει βιβλίο τελευταία, ούτε και το ότι βρίσκει το μάθημα ψιλο-αδιάφορο (αυτός επέλεξε το Πολυτεχνείο άλλωστε), όσο το ότι απλώς δεν τον πιάνει ο καφές ρε γαμώτο. Καθόταν λοιπόν νυσταγμένος στη θέση του, με το μυαλό του να βρίσκεται περισσότερο στο Τίτσου που θα παίξει μετά το μάθημα παρά στη χημεία, ώσπου κάτι διέκοψε τις σκέψεις του αυτές. «Τι κάνεις εδώ ρε μαλάκα;» Η ίδια φωνή. Παραξενεμένος, κοίταξε γύρω του να δει ποιος το είπε. Ήταν βέβαιος ότι απευθυνόταν σε εκείνον, δεν είχε καταλάβει ωστόσο από πού ακριβώς ακούστηκε. Φταίει που ήταν αφηρημένος μάλλον. Πάντως, ούτε κατάφερε να εντοπίσει κάποια ένδειξη για το ποιος το είπε, ούτε ξανάκουσε τίποτα παρόμοιο.

Τώρα που το σκέφτεται ωστόσο, είχε υπάρξει άλλη μία αντίστοιχη περίπτωση. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός. Ήταν μια φορά που είχε πάει με την παρέα του σε ένα πολύ κουλ μπαράκι στο κέντρο, και θυμάται να γελάνε ζαλισμένοι από το ποτό, να πειράζουν ο ένας τον άλλον και να αφηγούνται τα πιο εντυπωσιακά «κατορθώματά» τους, περνώντας ένα πολύ γαμάτο βραδάκι. Τι κι αν δεν είχαν κατεβάσει τόσο πια αλκοόλ όσο θα σε έκαναν να νομίζεις βλέποντάς τους, τι κι αν τα πειράγματά τους θα σου έμοιαζαν περισσότερο με επιθέσεις στην αυτοεκτίμηση των αποδεκτών τους (δεν πείραζε, αφού είχαν πλάκα -ήταν και μεθυσμένοι άλλωστε), τι κι αν, για να κερδίσει ο καθένας το σεβασμό των υπολοίπων και να αποδείξει ότι είναι άξιο μέλος της παρέας, αναγκαζόταν όταν έπαιρνε το λόγο να προσθέσει λίγο περισσότερα εκατοστά στο μήκος του πέους του, να αφαιρέσει λίγο περισσότερα χρόνια από την ηλικία στην οποία έβαλε για πρώτη φορά δάχτυλο και να βάλει ακόμη περισσότερη φαντασία από τον προηγούμενο ομιλητή στην περιγραφή του ξεκαρδιστικού περιστατικού που του συνέβη; Η ουσία είναι πως πέρασαν ένα έξαλλο βράδυ-σκέτο ξεσάλωμα. Σε κάποια φάση τέλος πάντων, κάτω από τη θορυβώδη μουσική του μαγαζιού, του φάνηκε ότι άκουσε μια φωνή να τον ρωτάει σαρκαστικά: «δηλαδή περνάς καλά τώρα;»  Όσο και να έψαξε με το βλέμμα του γύρω του όμως, δεν μπόρεσε να συμπεράνει από πού ακούστηκε.

Πρέπει να είχε γίνει κι άλλες φορές πάντως, απ’ ό,τι θυμάται, σε διάφορες αντίστοιχες φάσεις. Πότε όμως ήταν η πρώτη φορά που είχε ακούσει αυτήν τη φωνή που του φαινόταν τόσο γνώριμη, αλλά δεν μπορούσε ποτέ να καταλάβει από πού ερχόταν; Α ναι. Μια μέρα στο σπίτι του. Ετοιμαζόταν να βγει. Θα πήγαινε με την παρέα του σε ένα κλαμπ, να γίνουν λιώμα απ’ το ποτό και να ξεσαλώσουν μέχρι το πρωί κι ίσως, αν ήταν τυχεροί, να ρίξουν και καμιά γκόμενα. Κι έτσι όπως κοιταζόταν στον καθρεύτη, πεπεισμένος για το πόσο γοητευτικός και ποθητός ήταν μετά από τόση ώρα επιλογής των κατάλληλων ρούχων και περιποίησης των μαλλιών του, άκουσε -για πρώτη φορά- τη φωνή να του ψιθυρίζει: «γαμάς, φίλε». Για μισό. Τι χαζός που είναι. Δεν ήταν αυτή η πρώτη φορά, δεν του το είχε πει κάποια αλλόκοτη φωνή αυτό, ο ίδιος το είχε πει, αισθανόμενος εξαιρετικά ικανοποιημένος με την εμφάνισή του. Ναι, το θυμάται ξεκάθαρα. Γιατί όμως, τότε, θυμάται αυτό το μικρό στιγμιότυπο ως κάτι το περίεργο; Α ναι. Ο ίδιος είχε πει τις λέξεις αυτές, κοιταζόμενος στον καθρέφτη, μα του φάνηκε -ίσως να ήταν και ιδέα του βέβαια- ότι ο άνθρωπος που έβλεπε μπροστά του δεν κούνησε καθόλου τα χείλη του. Ίσως, μάλιστα, το βλέμμα του πίσω από το γυαλί να εμπεριείχε μια μικρή λύπη, ίσως και μια απογοήτευση, σε αντίθεση με το ικανοποιημένο και γεμάτο αυτοπεποίθηση μπροστά. Αυτό παραείναι όμως περίεργο για να μην είναι ιδέα του, έτσι δεν είναι;

Αυτά σκεφτόταν ο Γιάννης, μέχρι-

«Ξύπνα ρε γελοίε, σου μιλάω». Η φωνή ακούστηκε για δεύτερη φορά, λίγα δευτερόλεπτα μετά την πρώτη, κάτι που δεν είχε ξαναγίνει. Κι είναι περίεργο, γιατί είναι η μόνη φορά που ο Γιάννης δεν είχε κάνει κάποια κίνηση για να βρει την πηγή της. Απλώς είχε μείνει εκεί, ξαπλωμένος, χωρίς να ανοίξει καν τα μάτια του, παρόλο που ήξερε ότι δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να τον ξαναπάρει ο ύπνος και ότι η φωνή δεν ερχόταν από το κορίτσι που ακόμα κοιμόταν δίπλα του, κι ας μην υπήρχε κανείς άλλος στο δωμάτιο.

«Λέγε ρε μαλάκα, ποια είναι αυτή;» «Έχει σημασία;» «Ίσως κι όχι. Το πώς νιώθεις όμως δεν έχει;» «Πώς νιώθω;» «Πώς δεν νιώθεις;» Το τρομακτικό είναι ότι ήξερε την απάντηση σε αυτό. Είχε κοιμηθεί με μια κοπέλα που γνώρισε το προηγούμενο βράδυ και, σίγουρα, δεν ένιωθε όπως θα έπρεπε να νιώθει κάποιος που έχει κοιμηθεί με μια γυναίκα. Σίγουρα δεν αισθανόταν χαρούμενος, ολοκληρωμένος, ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Αντιθέτως, ίσως να αισθανόταν μια μικρή λύπη, ίσως και μια απογοήτευση.

«Επιτέλους, ρε γελοίε. Πόσο θα σου πάρει πια να το καταλάβεις; Αν δεν σου μίλαγα εγώ τώρα το μόνο που θα σκεφτόσουν θα ήταν το πώς θα καυχηθείς στους φίλους σου για τη γκόμενα όταν θα βρεθείτε το βράδυ -πόσο μεθυσμένο θα περιγράψεις τον εαυτό σου, πόσο μεγάλα τα βυζιά της και πόσο «ταύρο» την ίδια. Κι αυτό για να αποδείξεις για μία ακόμη φορά στον εαυτό σου πόσο σε εκτιμούν άνθρωποι που δεν πολυ-συμπαθείς για πράξεις που δεν σε εκφράζουν, επειδή δεν τους τις περιέγραψες με ακρίβεια. Γελοίε. Αν αντί να έψαχνες από πού έρχεται η φωνή, κάνοντας ότι δεν καταλαβαίνεις, καθόσουν απλώς και άκουγες, ίσως να μην είχες επιλέξει τη σχολή σου με κριτήριο το ότι είχε τα πιο ψηλά μόρια που μπορούσες να πιάσεις, αλλά με το τι σου αρέσει. Ίσως να μη χρειαζόταν να προσπαθείς να εντυπωσιάσεις τους φίλους σου για να είσαι «άξιο» μέλος της παρέας τους και να μην έπρεπε να παριστάνεις ότι περνάς καλά -αρκετά πειστικά ώστε να το πιστεύεις κι εσύ.  Ίσως να μην είχες ως αγαπημένη σου έξοδο την επίσκεψη σε ένα μέρος με τόσο δυνατή μουσική ώστε να μην ακούς τις σκέψεις σου για ένα βράδυ -ίσως να μην είχες κανένα πρόβλημα να ακούς τις σκέψεις σου. Ίσως να ήξερες πως δεν είναι ιδέα σου ότι ο άνθρωπος που βλέπεις στον καθρέφτη είσαι εσύ».

-Ψηλέας Ψογκ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου